Γράφει η Αναστασία Παντέρα,
Καθηγήτρια του Τμήματος Δασολογίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος, Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών
Στη χώρα μας έχουν απομείνει λιγοστά αλλά πολύ ενδιαφέροντα δάση βαλανιδιάς ο ρόλος της οποίας σήμερα δεν είναι τόσο οικονομικός, όπως ήταν παλαιότερα αλλά περισσότερο περιβαλλοντικός και οικολογικός. Το είδος αυτό, ενδημικό της Ανατολικής Μεσογείου, εκτός από την αισθητική που προσφέρει με την όμορφη ημικυκλική του κόμη, εξασφαλίζει και την οικολογική ισορροπία σε αφιλόξενα για άλλα πλατύφυλλα είδη περιβάλλοντα της πεδινής και ημιορεινής ζώνης. Είναι λιγότερο εύφλεκτο από τα άλλα είδη που αναπτύσσονται στην ίδια ζώνη, ενώ μετά από πυρκαγιά πρεμνοβλαστάνει έντονα. Το γεγονός αυτό συντελεί στη συγκράτηση του εδάφους και στην προστασία του από τη διάβρωση. Τα φυτικά υπολείμματα της βαλανιδιάς, δηλ. φύλλα, κλαδιά και καρποί, φθάνουν στο έδαφος και αποσυντίθενται εύκολα δημιουργώντας χούμο τύπου mull. Το γεγονός αυτό συντελεί στη βελτίωση των φυσικών και χημικών ιδιοτήτων του εδάφους ενώ ευνοεί την εγκατάσταση υπόροφης ποώδους και ξυλώδους βλάστησης που αποτελούν αξιόλογη βοσκήσιμη ύλη. Τα βαλανίδια, που στο παρελθόν συλλέγονταν όπως στα οπωροφόρα δένδρα για την παραγωγή δεψικών ουσιών, σήμερα παραμένουν ανεκμετάλλευτα στο δάσος. Δεν παύουν όμως να αποτελούν πολύτιμη ζωοτροφή και φυτευτικό υλικό με αυξημένη ζήτηση από τα δασικά φυτώρια της χώρας, καθώς και μια οικολογική παρακαταθήκη για χρήση στη βυρσοδεψία και πάλι κατά τα επόμενα χρόνια. Ήδη υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για την επαναχρησιμοποίηση των βαλανιδόκουπων για οικολογική παραγωγή δεψικών υλών ενώ οι καρποί αποτελούν τη πλέον θρεπτική τροφή για εκτροφή βιολογικών χοιρινών.
Η βαλανιδιά είναι είδος που θα μπορούσε άριστα να χρησιμοποιηθεί σε μίξη με άλλα πλατύφυλλα και κωνοφόρα είδη για την αναδάσωση υποβαθμισμένων περιοχών σε συνδυασμό με άλλα είδη ή και μόνο του. Ανάλογη χρήση άλλων δρυών αναφέρεται για την Ισπανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες . Στις Ηνωμένες Πολιτείες, βρέθηκε ότι ένα μεγάλο ποσοστό δέντρων δρυός επιβίωσε μετά από φωτιά ενώ παραβλαστάνουν έντονα μετά από φωτιά. Αυτή η γρήγορη επανεγκατάσταση της βλάστησης είναι πολύ σημαντική για τη προστασία των εδαφών από διάβρωση μετά από πυρκαγιά, για την αποκατάσταση του τοπίου και φυσικά για την οικολογική ισορροπία μιας περιοχής. Γενικά, είναι είδος που αποτελεί σίγουρη επιτυχία για χρήση σε αναδασώσεις στη χώρα μας όπου τα ζεστά καλοκαίρια χωρίς βροχές δεν ευνοούν πολλά άλλα απαιτητικά είδη.
Το επιστημονικό όνομα της βαλανιδιάς είναι Quercus ithaburensis Decaisne subsp. macrolepis (Kotschy) Hedge & Yalt. Άλλα ομοτυπικά συνώνυμα αναφέρονται τα: Quercus macrolepis (Kotschy) και Quercus aegilops L. subsp. macrolepis (Kotschy), ως ετεροτυπικά (ταξονομικά) τα: Quercus aegilops var. graeca (Kotschy) και Quercus cretica Bald. και ως ασαφές συνώνυμο το Quercus aegilops auct.
Από τις κοινές ονομασίες, η πιο γνωστή και εύχρηστη είναι η ονομασία βαλανιδιά. Κάθε περιοχή στη χώρα μας έδωσε και το δικό της όνομα σε αυτό ευλογημένο δένδρο όπως είναι “ήμερη βαλανιδιά”, “δέντρο”, “δρυγιάς”, “ντρυγιάς” (Κρήτη) και “νιζάρο”. Η πρώτη βοτανική αναφορά της βαλανιδιάς είναι από τον Θεόφραστο στο έργο του “Περί φυτών ιστορία” ως “ημερίς”. Με βάση την ελληνική βιβλιογραφία μπορεί κανείς να συμπεριλάβει και την ονομασία υβριδίων του είδους με άλλα είδη φυλλοβόλων δρυών, όπως η αγριοβαλανιδιά ή τσεροβαλανιδιά (Quercus agriobalanidea).
Η βαλανιδιά είναι δένδρο φυλλοβόλο ή ημιαειθαλές ύψους μέχρι 15 μ., πλάτους κόμης μέχρι 13 μ. και διαμέτρου κορμού μέχρι 1 μ. Όταν αναπτύσσεται σε ελεύθερο χώρο, έχει ευρεία στρογγυλόμορφη κόμη με χοντρά κλαδιά, ανθεκτική σε δυνατούς ανέμους (Εικ. 2). Τα φύλλα της βαλανιδιάς είναι δερματώδη, με σκληρή επιδερμίδα, που διατηρούνται πράσινα μέχρι αργά το χειμώνα, πολλές φορές και μέχρι την αρχή της άνοιξης. Τα άνθη εμφανίζονται τον Απρίλιο – Μάιο και βρίσκονται ξεχωριστά στο ίδιο άτομο, τα αρσενικά σε κρεμαστούς ιούλους στις μασχάλες των φύλλων και τα θηλυκά σε απόδισκα σταχυόμορφα κεφάλια (Εικόνα 1). Οι καρποί της είναι κυπελλόμορφα κάρυα (βαλανίδια) μεγάλων διαστάσεων με μήκος 2,5-4,5 εκατ. και πλάτος 1,5-2,5 εκατ. και παράγονται κάθε έτος Θεωρείται είδος ξηροθερμόβιο με μεγάλες απαιτήσεις σε φως. Τέλος, όπως και άλλες δρύες, υβριδίζει εύκολα με άλλα είδη.
Παλαιοοικολογικές μελέτες δείχνουν ότι στην αρχή της μεταπαγετωνικής περιόδου (10.600 B.P.) τα φυλλοβόλα πλατύφυλλα και κυρίως οι δρύες ήταν η κυρίαρχη βλάστηση στη χώρα μας. Με βάση τις αναφορές αρχαίων συγγραφέων, η έντονη παρουσία των δρυοδασών στην αρχαία Ελλάδα προσδιορίζεται την περίοδο των χρόνων πριν από τον Μυκηναϊκό πολιτισμό. Πολλές ιστορικές μαρτυρίες αναφέρουν την ύπαρξη εκτεταμένων δασών βαλανιδιάς στην αρχαία Ελλάδα. Μεγάλα δάση με αιωνόβια δένδρα βαλανιδιάς αναφέρεται ότι υπήρχαν στην Πελοπόννησο, Αττική και στα νησιά του Αιγαίου. Οι περίφημοι Ορφικοί δρυμοί, που είχε αποθανατίσει η λύρα του Ορφέα, αντιστοιχούν στα σημερινά υπολείμματα δασών βαλανιδιάς και άλλων δρυών στην περιοχή της Αλεξανδρούπολης. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Τσιτσάς (1978), “οι δρυς και βαλανιδιές – γράφει ο Νίκανδρος το 150 π.Χ.- καθώς υψώνονταν ήσυχες και καμαρωτές, ξεσηκώθηκαν από τη ρίζα τους, για να σύρουν το χορό που συνόδευε η λύρα του Ορφέα …”.
Η εξέλιξη των δασών βαλανιδιάς στο πέρασμα των αιώνων ακολούθησε τα ιστορικά γεγονότα και την κατά καιρούς ασκούμενη από τον άνθρωπο πίεση στα πεδινά και ημιορεινά δασικά οικοσυστήματα της χώρας μας. Η ανατολική και βόρεια πλευρά του Υμηττού ήταν τον 16ο αιώνα καλυμμένη από δάση φυλλοβόλων δρυών και κυρίως βαλανιδιών. Υπάρχουν αναφορές για την τρομερή καταστροφή που υπέστησαν τα δάση της Αττικής από καθαρά ανθρωπογενή αίτια πριν και μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Αυτό επιβεβαιώνεται και από μαρτυρίες περιηγητών της εποχής εκείνης, που σε γραπτά δοκίμια τους αναφέρονται στην κατάσταση της χλωρίδας της χώρας μας.
Όμως, η καταστροφή των δασών βαλανιδιάς συνεχίζεται ακόμη και σήμερα, αν και σε μικρότερο βαθμό από πριν. Τα λιγοστά της δάση, λόγω της θέσης τους σε πεδινές και λοφώδεις – ημιορεινές θέσεις κοντά σε γεωργικές και κατοικημένες περιοχές, δέχονται ισχυρές πιέσεις από έντονη βόσκηση, λαθροϋλοτομίες και εκχερσώσεις για δημιουργία γεωργικών καλλιεργειών και επέκταση οικιστικών περιοχών, με αποτέλεσμα τη συνεχή τους συρρίκνωση.
Οι δρύες είναι δένδρα για τα οποία αναπτύχθηκαν πολλές δοξασίες. Στον παντοδύναμο Δία ήταν αφιερωμένη η δρυς, που είναι ίσως το πιο γερό δέντρο. Στη Δωδώνη καλούσαν τον Δία κάτω από μια δρυ και, όταν δεχόταν ο Θεός τις παρακλήσεις των πιστών, τα φύλλα άρχιζαν να μουρμουρίζουν και από την κορυφή αντηχούσαν φωνές πουλιών, κάτι που σήμαινε ότι ο θεός ήταν παρών. Οι δρυάδες και αμαδρυάδες ήταν νύμφες γνωστές στην ελληνική μυθολογία για την προέλευση τους από τα δένδρα και τα δάση δρυός. Για τους πρώτους Ευρωπαίους γεωργούς, οι δρύες και τα άλλα δασικά είδη αποτελούσαν “τους εχθρούς” προς εξαφάνιση και δημιουργία περισσότερης γεωργικής γης. Αντίθετα, κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, δημιουργήθηκαν συστήματα διαχείρισης των δρυοδασών για τη βελτίωση της ποιότητας του ξύλου. Παρόμοια αντιμετώπιση των δρυών αναφέρεται και στους Μεσαιωνικούς χρόνους.
Μεταξύ των δρυών, ιδιαίτερη θέση στην ιστορία έχει η βαλανιδιά. Χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν για το ξύλο της ως καύσιμο υλικό ή για παραγωγή ξυλανθράκων, καθώς και για τους καρπούς της. Στους δύσκολους καιρούς, από την αρχαιότητα ακόμη, οι καρποί της αποτελούσαν τροφή ακόμη και για το άνθρωπο. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά του Ηρόδοτου “πολλοί εν Αρκαδίη βαλανοφάγοι άνδρες έασι….”, η οποία επιβεβαιώνεται από αναφορά του Αιλιανού “Βαλάνοις Αρκάδες δείπνον είχον”. Η βαλανιδιά είναι ακόμη γνωστή για τις φαρμακευτικές της ιδιότητες. Από τα καρκινώματα που εμφανίζονται στο δένδρο παράγονται ουσίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τις αιμορροΐδες, τη χρόνια διάρροια, τη δυσεντερία και άλλες ασθένειες.
Το ενδιαφέρον για τα δάση της βαλανιδιάς στη νεώτερη Ελλάδα ήταν μεγάλο για τη διατροφή των ζώων, αλλά κυρίως για την παραγωγή και εκμετάλλευση του βαλανιδιού στη βαφική και τη βυρσοδεψία. Από τα μεγάλα κύπελλα της βαλανιδιάς εξάγεται δεψικό εκχύλισμα με μεγάλη περιεκτικότητα σε ταννίνη που χρησιμοποιείται στην επεξεργασία των δερμάτων και την παραγωγή βαφικών ουσιών και μελάνης. Η περιεκτικότητα σε ταννίνη, στα καλής ποιότητας κύπελλα της βαλανιδιάς, φτάνει το 30-40 %, στα δε λέπια φτάνει μέχρι και το 47 %. Ένα ώριμο δένδρο βαλανιδιάς, με βραχύ κορμό και πλατιά κόμη, μπορεί να παράγει 50-100 κιλά κυπέλλων.
Η αξία των δασών της βαλανιδιάς αναγνωρίσθηκε από την πολιτεία ήδη από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους. Αυτό φαίνεται από το γεγονός, ότι η πρώτη δασική διαχειριστική μελέτη στην Ελλάδα έγινε το 1901-1902 για το δημόσιο δάσος βαλανιδιάς Μάνινας της περιοχής Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας. Στη συνέχεια, τη δεκαετία του 1930 εκδόθηκαν πρωτοποριακά για την εποχή προστατευτικά διατάγματα για τη βαλανιδιά. Το Υπουργείο Γεωργίας, με τις εγκυκλίους του 61088/1936 και 32383/1937, ζητά τη λήψη αυστηρών μέτρων προστασίας για τη διατήρηση των δένδρων βαλανιδιάς, απαγορεύοντας την υλοτομία, κλαδονομή και αποκλάδωση τους, οπουδήποτε και αν φύονται αυτά, επιτρέποντας επεμβάσεις μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, όταν εξυπηρετούν άλλους σοβαρότερους σκοπούς ή παραβλάπτουν την καλλιέργεια ή σταμάτησαν να καρποφορούν.
Με το ξεκίνημα της ανάπτυξης της ελληνικής δασικής βιομηχανίας το 1930 και την εφαρμογή της αρχή της απόσταξης του βαλανιδιού για παραγωγή υγρού εκχυλίσματος και αργότερα σκόνης, η ζήτηση αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό, που απορροφήθηκε όλη η εγχώρια παραγωγή και άρχισαν να γίνονται εισαγωγές από την Τουρκία. Το παραγόμενο βιομηχανικό προϊόν εξάγονταν κατά το μεγαλύτερο μέρος στο εξωτερικό και κατά ένα μικρότερο μέρος χρησιμοποιούνταν στη εγχώρια βυρσοδεψία, κυρίως υπό μορφή αλεύρου. Η μέση ετήσια παραγωγή βαλανιδιού στην Ελλάδα έφθανε την εποχή αυτή τους 14.000 τόνους. Τη μεγαλύτερη παραγωγή είχαν με τη σειρά οι περιοχές: Βόνιτσα (Αμφιλοχία) (5.000 τον.), Γύθειο (2.000 τον.), Κέα (1.500 τον.), Μεσολόγγι (1.300 τον.), Ρέθυμνο (1.000 τον), Μυτιλήνη – Αγ. Ευστράτιος (650 τον.) και Πρέβεζα (600 τον.).
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η παρουσία σημαντικών δασών βαλανιδιάς συνδέθηκε με την ευημερία των περιοχών αυτών. Για παράδειγμα, η ανάπτυξη του γνωστού για την εποχή εργοστασίου απόσταξης βαλανιδιού Ε. Σουρλάγκα στη Μυτιλήνη, με δυναμικότητα επεξεργασίας 7.000 τόνων βαλανιδιών ετησίως, έδωσε μεγάλη ώθηση στη βιομηχανία και την απασχόληση στην περιοχή. Την ίδια εποχή, το λιμάνι του Αστακού στην Αιτωλοακαρνανία αναπτύχθηκε σε ένα από τα πιο αξιόλογα εξαγωγικά λιμάνια, χάρη στα βαλανίδια της περιοχής Ξηρομέρου, που εξάγονταν από εκεί στην Ιταλία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το εξαγωγικό αυτό ενδιαφέρον αποδίδεται στο γεγονός ότι τα κύπελλα των καρπών της βαλανιδιάς, που προέρχονταν από την περιοχή του Ξηρόμερου Αιτωλοακαρνανίας, εθεωρούντο τα καλύτερα της Ελλάδας για την περιεκτικότητα τους σε δεψικές ουσίες. Η σημασία του δάσους βαλανιδιάς του Ξηρομέρου ήταν πάρα πολύ μεγάλη από τον προηγούμενο ακόμη αιώνα. Η μη παραχώρηση του, ήταν η αιτία για τη μη ανάληψη του θρόνου της Ελλάδας από τον πρίγκιπα Λεοπόλδο στις 22 Ιανουαρίου 1830!
Η ιστορία των δασών βαλανιδιάς συνεχίζει να γράφεται τις ημέρες μας με την εγκατάλειψη των παραδοσιακών της χρήσεων και τη μη διαχείριση των δασών που απέμειναν. Όμως, το ενδιαφέρον για τη διατήρηση των δασών αυτών εξακολουθεί να υπάρχει για οικολογικούς κυρίως λόγους στην πεδινή και ημιορεινή ζώνη της χώρας μας.
Στην Κρήτη δεν υπάρχουν φυσικά δάση βαλανιδιάς. Τα λίγα δέντρα που έχουν απομείνει είναι παλαιότερες καλλιέργειες βαλανιδιάς, που τώρα βρίσκονται μεταξύ παραθεριστικών κατοικιών, στο νομό Ρεθύμνου. Η καλλιέργεια της βαλανιδιάς παλαιότερα είχε μεγάλη οικονομική αξία για τους ντόπιους που τόνιζαν “Όποιος έχει βαλανιδιές, έχει χρήματα στην τσέπη”. Σήμερα οι, ανά βαθμίδες, καλλιέργειες είναι εγκαταλελειμμένες, έχουν οικοπεδοποιηθεί και οι περισσότερες πωλούνται για την ανέγερση παραθεριστικών κατοικιών.
Στην Μυτιλήνη, τα φυσικά δάση είναι μεγάλα σε ηλικία και αραιά. Εντοπίζονται στο κέντρο του νησιού σε ηφαιστιογενή πετρώματα, στις υπώρειες του όρους Όλυμπος. Η βόσκηση είναι έντονη μέσα στα δάση, ενώ υπάρχουν και εγκαταλελειμμένες καλλιέργειες, που ήταν κυρίως σε βαθμίδες.
Στη Λακωνία πυκνές συστάδες βαλανιδιάς εμφανίζονται δυτικά της περιοχής του Γυθείου. Αποτελούνται από μικρής ηλικίας δένδρα και βρίσκονται σε μικρούς λόφους, σε απότομες κλίσεις, όπου ήταν αδύνατη η γεωργική εκμετάλλευση και η οικιστική ανάπτυξη. Εκτεταμένη έκταση καλύπτουν και αραιά δάση βαλανιδιάς, μεγάλης ηλικίας. Αυτά τα μεγάλης ηλικίας δάση εμφανίζονται είτε σε ήπιες κλίσεις με έντονη βόσκηση (πολλές στάνες μέσα στα δάση), είτε σε χαράδρες με έντονες κλίσεις.
Στη Δυτική Ελλάδα, και συγκεκριμένα από τη Στροφιλιά Πελοποννήσου μέχρι και την Θεσπρωτία μεγάλης ηλικίας, αραιά δάση εμφανίζονται διάσπαρτα κυρίως σε πεδινές και ημιλοφώδεις περιοχές. Στην περιοχή αυτή γίνεται φανερό ότι τα δάση Βαλανιδιάς, παλαιότερα πρέπει να επικρατούσαν σε όλη την πεδινή περιοχή όπου τώρα βρίσκονται γεωργικές καλλιέργειες και οικισμοί.
Στην Αλεξανδρούπολη είναι χαρακτηριστική η εμφάνιση των μεμονωμένων, μεγάλης ηλικίας δένδρων μέσα στις γεωργικές καλλιέργειες. Εντυπωσιακή μορφή έχει και το αραιό δάσος που σχηματίζει σε μίξη με το Juniperus excelsa, σε χαμηλούς λόφους. Το δάσος εμφανίζεται άναρχο και χωρίς ιδιαίτερες ανθρώπινες επεμβάσεις.
Σε πολλές περιοχές, όπως στο Κουριζόμενο δάσος στον Αλμυρό Βόλου, τα λίγα δένδρα που υπήρχαν έχουν εξαφανιστεί και μόνο μεμονωμένα δένδρα έχουν απομείνει στις άκρες των δρόμων, απομεινάρια μιας άλλης εποχής. Κάποια στιγμή θα εξαφανιστούν και αυτά όπως κάποια άλλα στο Καπανδρίτι της Αττικής.
Για τη βαλανιδιά θα μπορούσαν να γράφονται πολλές σελίδες ακόμη αλλά η συγκεκριμένη αναφορά θα σταματήσει εδώ με μια πολύ όμορφη περιγραφή του κου Πάνου Κοτίνου από το τελευταίο τεύχος του περιοδικού “η βελανιδιά”: “Απ το χάραμα, στης Μάνινας το τεμάχι, ένας κόσμος ολόκληρος παρέα με όλα τα μπαγκάζια, έδινε τον αγώνα του…Ζωντάνευε το δάσος από τούτο το ανθρώπινο μελισσολόι, που πάλευε για να ζήσει. Οι Αμαδρυάδες έμεναν ξάγρυπνες τα βράδια, σχολιάζοντας μεταξύ τους αυτά που έβλεπαν, και ψιλοκοσκινώντας αυτά που άκουγαν ολημερίς. Οι Δρυάδες σταμάταγαν το χορό τους και το χαρούμενο νυκτερινό αλαλόϊσμα, για μην ξυπνήσουν εκείνο το αποκαμωμένο ανθρωπομάνι. Πάταγαν στα νύχια μην διακόψουν το όνειρο, εκείνο το ανακάτεμα της πραγματικότητας με τον μύθο, που τους ταξίδευε πέρα απ του θνητού το βίωμα. Η αρμονία της φύσης σε όλο της το μεγαλείο”. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι, σοφά αναγνωρίζοντας τη μεγάλη αξία του φυσικού τους περιβάλλοντος το θεοποιούσαν και ως θεότητες προστάτευαν το κάθε δέντρο ξεχωριστά. Ολόκληρες γενιές προγόνων μας τράφηκαν από τη βαλανιδιά και φυσικά ως πολύτιμο το σεβάστηκαν. Αυτή η εποχή έχει φύγει ανεπιστρεπτί. Το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε για αυτό το στενά συνδεδεμένο με την ιστορία και την ύπαρξή μας δέντρο είναι να το προστατέψουμε από τις λαθροϋλοτομίες που δυστυχώς κάθε μέρα αφανίζουν και ένα κομμάτι δάσους του. Η βαλανιδιά, γενναιόδωρα όπως πάντα, συνεχίζει να μας δίνει. Το μέλλον της βαλανιδιάς λέγεται “Βιολογικά Προϊόντα”, λέγεται “Οικολογικός Τουρισμός”, λέγεται “μουσείο φυσικής ιστορίας”, λέγεται “Προστατευόμενη Φυσική Περιοχή”, λέγεται… “Το μέλλον του Φυσικού μας Περιβάλλοντος” δηλ. “Το Μέλλον των Παιδιών μας”!