Οι Καλαμοκανάδες (Himantopus himantopus) είναι από τα πιο όμορφα πουλιά της ελληνικής ορνιθοπανίδας. Είναι αποδημητικά πουλιά και εμφανίζονται στη χώρα μας από το τέλος Μαρτίου ως τα μέσα Απριλίου. Ανήκουν στην Τάξη Charadriformes και στην Οικογένεια Recurvirostridae. Οι Έλληνες εκτός από Καλαμοκανά τον ονομάζουν Άδραχτα, Άτρακτο, Ποδαρά.

Είναι μεγάλος, όπως ένας γλάρος, με τη διαφορά ότι τα πόδια του είναι πολύ μεγάλα και κόκκινα. Όταν πετάει, τα πόδια του περνούν και την ουρά του 18 εκ. περίπου. Έχει φτερά μαύρα και το κάτω μέρος λευκό. Το μήκος τους φθάνει έως τα 38 εκ. Το καλοκαίρι, το αρσενικό έχει στη ράχη και το πάνω μέρος του κεφαλιού του χρώμα μαύρο. Η θηλυκιά έχει το κεφάλι και το λαιμό λευκά.

Ζει σε λιμνοθάλασσες, έλη και βάλτους. Τρέφεται με έντομα, νύμφες, σκουλήκια και αυγά ψαριών. Φτιάχνει τη φωλιά του στο έδαφος κοντά στο νερό. Γεννάει το Μάιο 3 έως 5 αυγά που έχουν χρώμα πράσινο λαδί με κηλίδες γκρι ανοιχτές. Τα κλωσσούν και τα δύο φύλα για 22 έως 26 ημέρες. Τα νεαρά είναι ικανά να πετάξουν μετά από 28 ημέρες.

Φωλιάζουν σε μικρές αποικίες, οι οποίες μπορούν να φτάσουν τα 40 ζευγάρια. Οι ερωτικές τελετουργίες τους είναι μοναδικές και χαρακτηριστικές και προκαλούν το θαυμασμό των ορνιθολόγων, αλλά και των απλών παρατηρητών. Το είδος αναπαράγεται σε υγρότοπους της Βόρειας, Κεντρικής και Νότιας Ελλάδας, αλλά και σε νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου.

Οι νεοσσοί συχνά πέφτουν θύματα επιθέσεων από τους γλάρους και από τα γεράκια. Οι θηλυκές όταν αντιληφθούν τον κίνδυνο, τότε κάνουν ότι έχουν σπασμένη τη φτερούγα τους για να προσελκύσουν την προσοχή του θηρευτή. Έτσι, τα μικρά βρίσκουν χρόνο για να κρυφτούν σε ασφαλές μέρος και να αποφύγουν τον κίνδυνο.

Η φθινοπωρινή αποδημία τους ξεκινάει από τα μέσα Αυγούστου και φθάνει ως τις 15 Οκτωβρίου περίπου. Επιστρέφει στην Αφρική, όπου ξεχειμωνιάζει. Κάποια άτομα όμως μπορεί να παραμείνουν και το χειμώνα στους υγρότοπους της Ελλάδας.

Το είδος το περιέγραψε για πρώτη φορά ο Λινναίος το 1758 με το όνομα Charadrius himantopus. Ο Καλαμοκανάς προστατεύεται από την Κοινοτική Οδηγία για τα Πουλιά (79/409), αλλά και από το Παράρτημα ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης.