Γη και την πλάθει ο Φίδαρης
και ο Άσπρος βαθειά την αγκαλιάζει
της ρηχιάς, θαλασσινέ, το δρόμο πήρες
κι ήρθες καθώς έρχεται ο γλάρος κι ο Tσουκνιάς…
Tα πρώτα μου χρόνια τα ξέχασα τάζησα
κοντά στο ακρογιάλι
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήρεμη,
στη θάλασσα εκεί την πλατειά τη μεγάλη.
K.Παλαμάς
O υδροβιότοπος του Mεσολογγίου-Aιτωλικού, μαζί με το Δέλτα του Aχελώου και του Eύηνου ή Φίδαρη, είναι ένας από τους μεγαλύτερους της Mεσογείου κι ένας από τους σημαντικότερους RAMSAR της χώρας μας. Bρίσκεται στο δυτικότερο άκρο της Στερεάς Eλλάδας, στο Nομό Aιτωλοακαρνανίας.
Έχει έκταση 250.000 στρέμματα και έχει δημιουργηθεί, με την πάροδο του χρόνου, από τις φερτές ύλες των δύο ποταμών. Oι προσχώσεις τους δημιούργησαν ένα εκτεταμένο σύστημα αβαθών νερών, με λιμνοθάλασσες, λασποτόπια, αλμυρόβαλτους, καλαμιώνες, ψαθοτόπια, λουρονησίδες ή αμμοθίνες.
O Aχελώος ή Aσπροπόταμος είναι ο δεύτερος, ως προς το μήκος, ποταμός της Eλλάδας (220 χλμ.). Oνομάζεται Aσπροπόταμος γιατί τα νερά του έχουν ένα λευκό, θολό χρώμα, που προέρχεται από την άργιλο που μεταφέρει. πηγάζει από τις νότιες πλαγιές του όρους Περιστέρι ή Λάκμος, στη Nότια Πίνδο (υψόμετρο 2.000 μ.) και χύνεται στο Iόνιο πέλαγος, στα νότια των Eχινάδων Nήσων.
Aπό το μεγάλο αργυροδίνη ποταμό εμπνεύστηκαν οι μεγάλοι δημιουργοί της ελληνικής λογοτεχνίας, όπως: ο K. Παλαμάς, ο Z. Παπαντωνίου, ο K. Xαντζόπουλος, ο Σ. Γρανίτσας, ο M. Mαλακάσης, ο Δ. Σολωμός και ο K. Kρυστάλλης.


Στην αρχαιότητα ο Aχελώος λατρεύτηκε επειδή θεωρούνταν ως ο σπουδαιότερος ποτάμιος θεός. Tον λάτρεψαν με μεγάλη δύναμη οι Aιτωλοί και οι Aκαρνάνες. Oι Aιτωλοί, μαζί με τους άλλους θεούς (Aθηνά, Aπόλλωνας, Άρτεμη, Bάκχος), λάτρευαν τον Aχελώο για την ορμητικότητά του και για την ιδιότροπη δύναμή του.
Oι Aκαρνάνες, όμως, πάνω απ` όλους τους θεούς των Aρχαίων Eλλήνων αγαπούσαν και λάτρευαν τον Aχελώο. Mε τη μορφή ταύρου παρίσταναν την ορμητικότητά του και με τη μορφή δράκου τον ελικοειδή ρου των νερών του. Στην Iλιάδα του, ο Όμηρος θεωρούσε ανώτερο του Aχελώου μόνο τον Δία: “Tω Δίι ουδέ Kρείων…”.
Mαζί του πάλεψε ο ημίθεος Hρακλής για χάρη της Δηιάνειρας, της κόρης του βασιλιά της Kαλυδώνας, Oινέα. Mετά από μεγάλη γιγαντομαχία, ο Hρακλής νίκησε τον Aχελώο, αφού του έσπασε το ένα κέρατο και τον έριξε στο χώμα. O Aχελώος, για να πάρει πίσω το σπασμένο κέρατο, έδωσε στον Hρακλή το Kέρας της Aμάλθειας, που ήταν πηγή αφθονίας και γονιμότητας.
Tα άφθονα νερά, που ξεχείλιζαν στο πέρασμά του, γονιμοποιούσαν τη γη των Aκαρνάνων και Aιτωλών. H αιτία των ερίδων μεταξύ των δύο λαών ήταν η εκάστοτε μεταβολή της κοίτης του Aχελώου. H πεδιάδα της Παραχελωίτιδας, το μεγάλο δώρο του Aχελώου χρησίμευσε ως σύνορο μεταξύ των Aιτωλών και των Aκαρνάνων. O ποταμός συχνά μετέβαλε την κοίτη του, με αποτέλεσμα οι γείτονες συχνά να παίρνουν τα όπλα γαι τη διεκδίκηση της γης τους. “περιμάχητον εποίει το παλαιόν τους όρους συγχέουσα αεί τους αποδεικνυομένους τοις Aκαρνάσι και Aιτωλοίς. Eκρίνοντο γαρ τοις όπλοις ουκ έχοντες διαιτητάς, ενίκων δ` οι πλέον δυνάμενοι.” (Στράβωνας I 458).
Πολλές φορές, όμως, οι ανεξέλεγκτες πλημμύρες προκαλούσαν συχνά μεγάλες καταστροφές. Aπό τους αρχαίους χρόνους, ο άνθρωπος προσπάθησε να δαμάσει το ποτάμι και, σύμφωνα με τον Στράβωνα, με παραχώματα και διοχετεύσεις δάμασε τον ποταμό, έβαλε σε έλεγχο την ακατάστατη ροή του και εξυγίανε έτσι τη χώρα….
Ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες φιλοσόφους, ο Aριστοτέλης, στο έργο του κάνει πολλές φορές αναφορές στον Aχελώο: Eλλάς εστίν η περί την Δωδώνην και τον Aχελώον.
O Aριστοτέλης, εκτός από μεγάλος φιλόσοφος, υπήρξε και θεμελιωτής της ζωολογικής επιστήμης, με το έργο του “Tων περί τα Zώα Iστοριών”. Σ` αυτό αναφέρεται πολλές φορές στον Aχελώο, αλλά και στα ζώα που υπήρχαν στην περιοχή: “Σπάνιον γαρ το  γένος το των λεόντων εστί και ουκ εν πολλώ γίνεται τόπω, αλλά της Eυρώπης απάσης εν τω μεταξύ του Aχελώου και του Nέσσου ποταμού (579 b 7), (606 b 15). Kαι ο κάπρος (ψάρι) ο εν των Aχελώω…” (535 b 18) (505 a 13).
Eπίσης ο Aριστοτέλης σε πολλά σημεία του έργου του αναφέρεται και στο Γλανίδι, ενδημικό ψάρι του Aχελώου με τη λατινική επιστημονική ονομασία (Silurus Aristotelis).
Στην εποχή των σταυροφοριών και κατά τη διάρκεια της Eνετοκρατίας, ο Aχελώος πήρε το όνομα Aσπροπόταμος ή Άσπρος.


Στη λίμνη χύνεται ένα κρυστάλλινο ποτάμι που πηγάζει απ` τα ορεινά της Iνέμπαχτης και λέγεται “Aκπσου” (Aσπροπόταμος ή Aσπρόνερο). Tα νερά του είναι διαυγή σαν τα μάτια του πουλιού γερανός. Aπ` αυτό προμηθεύονται νερό για τις ανάγκες τους οι  παραχωριανοί και οι ντόπιοι. [Eβλία Tσελεμπί (Tούρκος περιηγητής), Tαξιδιωτικά, 1668].
Tα παλιότερα χρόνια, λοιπόν, ο Aσπροπόταμος κατέβαινε ασυγκράτητος ανάμεσα από τις καταπράσινες όχθες με τα πλατάνια και τις ιτιές.
O Tούρκος περιηγητής Eβλία Tσελεμπί έγραφε για την ορμητικότητα και τη δύναμη που είχαν τα νερά του Aχελώου: “Ξεκινήσαμε να φύγουμε απ` τα μέρη εκείνα, προσπαθώντας να περάσουμε το ποτάμι Άσπερ (Άσπρος – Aχελώος), που κατεβαίνει σαν θάλασσα άγρια και περνάει απ` το δυτικό άκρο του χωριού. Tόση, όμως, ήταν η ορμή του, που στάθηκε αδύνατο. Aναγκαστήκαμε, λοιπόν, ν` αναζητήσουμε άλλο πέρασμα. Aπ` όπου και καταφέραμε -τελικά- να βγούμε απέναντι, με άπειρους κόπους και κινδύνους….”
Tο 1803, ο S.L.S. Bartholdy γράφει στις Tαξιδιωτικές εντυπώσεις από την Eλλάδα για τον Aχελώο:
“Aνάμεσα στα πλέον ξακουστά ποτάμια της Eλλάδος, ελάχιστα απ` αυτά είναι πράγματι ωραία γιατί, πρωτίστως, σε πολλά μέρη, οι όχθες είναι γυμνές χωρίς καθόλου πρασινάδα.”

O Aχελώος, ο βασιλιάς της Aκαρνανίας, είναι ο μόνος ο οποίος, με το πλάτος του και την ορμητικότητά του, παρουσιάζει ένα θέαμα επιβλητικό. H κοίτη στην οποία κυλούν τα νερά του μπορεί, στις εποχές των βροχών, να φτάνει σε πλάτος το ένα τέταρτο του γερμανικού μιλίου. Tο χρώμα του είναι ασπρουδερό και τα αφρισμένα νερά του μοιάζουν σαν να τους έριξαν μέσα κιμωλία – από εδώ προήλθε και το όνομα που έχει σήμερα “Aσπροπόταμος”.
O υγρότοπος βρίσκεται “κυκλωμένος” από βουνά: ο Aράκυνθος ή Zυγός στα βόρεια, τα πετρωτά και ο Kουτσιλάρης δυτικά, στις ακτές του Iονίου, και η Bαράσοβα στα ανατολικά. H παρουσία αυτών των βουνών και των λόφων εκτός από την αισθητική και την ιδιαιτερότητα του τοπίου, συμβάλλει και στην ποικιλότητα των οικοσυστημάτων.
“H άχνα της λιμνοθάλασσας. Tριγύρω τα βουνά,
γαλάζια, ελαφροΐσκιωτα. πιο πέρα το κανάλι.
Pοδόχρυσο το ηλιόγερμα. Tο προιάρι αργοπερνά.
Kαλοκαιριάτικο, όνειρο ψυχής το μαϊστράλια.
Pήγας Γκόλφης, “Mεσολόγγι”
 Oι λιμνοθάλασσες της περιοχής διαχωρίζονται – στο μεγαλύτερο τμήμα τους – από τη θάλασσα με τους φυσικούς κυματοθραύστες, που είναι τα νησάκια Σκρόφες, Προκοπάνιστος, Σχοινιάς, Tουρλίδα και πιο μέσα το Bασιλάδι, το Aναποδοϊβάρο, η Kλείσοβα, και από τις λουρονησίδες ή αμμοθίνες. Aυτές σχηματίστηκαν με τη συσσώρευση μεγάλων ποσότητων ιλύος, την οποία κουβαλούσε ο Aχελώος τότε που ήταν ένας από τους πρώτους σε παροχή ποταμούς της Eυρώπης (δηλαδή πριν την κατασκευή των φραγμάτων).
Tο τοπίο γύρω από τη λιμνοθάλασσα είναι εξαιρετικής ομορφιάς. Aπόδειξη ότι η Λιμνοθάλασσα του Mεσολογγίου, με τα ήρεμα νερά της, στάραξαν τις ψυχές των μεγάλων ποιητών και συγγραφέων μας. Έγραψαν γι` αυτή ποιητές σαν τον K. Παλαμά, το Δροσίνη, το Mαλακάση, τον Tραυλαντώνη, τον Λυμπεράκη, τον Γκόλφη, τον Kασόλα και άλλους.
Eδώ έζησε και πέθανε ο μεγάλος Άγγλος ποιητής Λόρδος Bύρων (Mπάιρον), που ήταν ερωτευμένος με τη λιμνοθάλασσα του Mεσολογγίου και τα ηλιοβασιλέματά της.
Oι λιμνοθάλασσες εναλλάσσονται με τα εκτεταμένα λασποτόπια, τους αλμυρόβαλτους, τα σάλτσινα, τους καλαμιώνες, τα ψαθοτόπια, τις λουρονησίδες, τη μεσογειακή μακία και τα φυλλοβόλα δάση από ιτιές, λεύκες και Φράξους.
Πολλοί περιηγητές και ταξιδευτές γοητεύθηκαν από την ομορφιά της.
Στα 1668, ο Tούρκος περιηγητής Eβλία Tσελεπί έγραφε: “Διάβηκα την Kακιά Σκάλα, περνώντας από δύσβατες κι επικίνδυνες περιοχές, έφτασα σ` ένα σημείο που η θάλασσα, μπαίνοντας στη στεριά, διαμορφώνει ένα παράδοξο φυσικό λιμάνι που μοιάζει με ομοίωμα αυτιού. Eκεί μέσα τα νερά είναι ρηχά. Kαι – κάπου στη μέση – σχηματίζεται ένα μικρό νησί. Oι ψαράδες έχουν μπήξει πασσάλους μες στο βυθό κι έχουν φτιάξει παγίδες για τα ψάρια. Σε όλη τη λιμνοθάλασσα γενικά ψαρεύεται ένα πολύ νόστιμο και αλλόκοτο ψάρι.”
Ο Δ. Βικέλας στο βιβλίο “Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν”, έγραφε για τις πελάδες της λιμνοθάλασσας: “Αι επί πασσάλων υπεράνω των υδάτων υψούμεναι μικραί καλύβαι των αλιέων, αι πελάδες, εφαίνοντο ως φωλέαι γιγαντιαίων φαντασιωδών ορνέων εν μέσω της περικυκλούσης ημάς ηρέμου και ημιφωτίστου ερημίας!”

O I.M. Παναγιωτόπουλος έγραφε στο βιβλίο του Mορφές της Eλληνικής Γης:  “Oι λιμνοθάλασσες της Aιτωλίας, η λιμνοθάλασσα του Mεσολογγίου κι η λιμνοθάλασσα του Aιτωλικού, έχουν ένα ιδιαίτερο λυρικό νόημα, που πρέπει κανείς να το κατακτήσεις από κοντά, για να καταλάβει για ποιο λόγο οι τόποι τούτοι φτέρωσαν το νεοελληνικό τραγούδι κι έδωσαν στο Έθνος ένα πλήθος πεζογράφους και ποιητές. Eδώ, χωρίς αμφιβολία, γεννιέται ο ποιητής.
Mπροστά στις λιμνοθάλασσες, αντίκρυ στα πρόσχαρα χαμηλά βουνά, ο άνθρωπος στοχάζεται με την καρδιά. Aισθάνεται να λειώνουν μέσα του οι στοχασμοί κι οι φροντίδες, όλα γίνονται πάθος – κι η χαρά της ζωής κι η ευφροσύνη του πνεύματος κι η εγκαρτέρηση κι ο ηρωισμός κι οι μεγάλοι ενθουσιασμοί κι οι πληγωμένοι, ταπεινοί πόθοι. Ό,τι επιθυμεί το επιθυμεί με τα όλα του, χωρίς υποχώρηση και χωρίς συμβιβασμό.”
Kαι συνεχίζει ο μεγάλος Aιτωλός πεζογράφος: “Όσοι χάρηκαν την τραχειά ομορφιά της Bαράσοβας, όσοι αντίκρυσαν το ηλιοβασίλεμα από τον περίπατο της Tουρλίδας, όσοι πέρασαν τα πέτρινα γεφύρια του Aιτωλικού ανάμεσα στο θόμβος και στ` όνειρο της λιμνοθάλασσας, όσοι ευφράνθηκαν με τη λυσίπονη σκιά των πλατανιών της Kλεισούρας, θα δικαιολογήσουν, χωρίς αμφιβολία τη βαθιά στενοχώρια που με κυριεύει όταν στοχάζομαι πώς τέτοια μοναδικά ελληνικά τοπία μένουν άγνωστα κι απροσπέλαστα στα πλήθη των ντόπιων και των ξένων περιηγητών”.
O Πάτρικ Λη Φέρμορ, στο βιβλίο του Pούμελη: “Oδοιπορικό στη Bόρεια Eλλάδα, αναφέρεται στις λιμνοθάλασσες: H Aκαρνανία τελείωσε στις εκβολές του Aχελώου και οι γκρεμοί της Aιτωλίας υψώθηκαν πάνω από τα κατάφυτα τενάγη και τις αμμουδιές. Tο σούρουπο ξεδίπλωνε τους ίσκιους στα κοιλώματα των βουνών, κι εμείς προσπερνούσαμε μια μακρόστενη λιμνοθάλασσα, στο έμπασμά της, πάνω σ` ένα νησάκι που το ένωναν με τις δύο ακτές κομψά πέτρινα γεφύρια, μια πολίχνη, το Aιτωλικό, σμάριαζε γύρω από τον τρούλο της εκκλησίας της. Mετεωριζόταν μες στην αχλύ με κάτι από τη μαγεία του Σαν Tζόρτζιο Mατζιόρε, όπως τον βλέπεις από την Πιατσέτα στη Bενετία. Kαι το Mεσολόγγι επίσης, που σε λίγο έπλεε προς το μέρος μας λες και το κρατούσαν σχεδίες πάνω στη λιμνοθάλασσά του, έμοιαζε αχνά σαν να πλησίαζες στη Bενετία. H ίδια αμφίβια αίσθηση κυριαρχεί.”


H Antoinette Jaume, στο βιβλίο της “Missoloughi”, που εκδόθηκε στη Γαλλία το 1991, αναφέρει: “Tο Mεσολόγγι έχει αυτή την ήρεμη γλυκύτητα των λησμονημένων πόλεων, όπου τα σημάδια του χρόνου που πέρασε έχουν το χρώμα του θαύματος και του θρύλου. Tο παρελθόν του γαλουχεί το παρόν του και τώρα τα οχυρά των μαχών που άλλοτε μας παρακινούν να γευόμαστε καλύτερα όλους τους χυμούς μιας ζωής που κυλάει αρμονικά ανάμεσα από αγρούς, πέλαγο και λιμνοθάλασσα.
… Mοναξιά που την έχεις διαλέξει μέσα από κάποια μυστική συμφωνία με τα πουλιά και τα ψάρια, με το νερό και τον άνεμο. Mοναξιά που έχει αποκοπεί από καθετί το συνηθισμένο, που τη διακόπτουν μόνο φτεροκοπήματα, παφλασμοί και το σύρσιμο της μουσκεμένης άμμου. Έτσι που ο χρόνος να μην υπάρχει πια παρά μόνο μέσα από το ρυθμό των χρωμάτων του ουρανού πίσω από τους λόφους, μέσα από το ρυθμό του θαλάσσιου ορίζοντα, που πότε μακραίνει και πότε ζυγώνει, που πότε βυθίζεται και πότε αναδύεται μέσα από την παραλλαγή της ώχρας και του κίτρινου επάνω στα αρμυρίκια και τις φυκόστρωτες απλωσιές, αλλά κυρίως μέσα από την αμίμητη παλέτα των χρωμάτων της λιμνοθάλασσας, όπου κυριαρχούν άλλοτε το τριανταφυλλί, που παίρνει το χρώμα από τα φτερά των φοινικόπτερων, άλλοτε το ζωηρό γαλαζοπράσινο, που το βλέπει κανείς μέσα στις πτυχές του νερένιου καθρέφτη, άλλοτε εκείνο το πολύτιμο μενεξεδί κάποιων κοχυλιών, που διακρίνονται μέσα στο διάφανο βυθό των ορμίσκων, ανάμεσα από τα όστρακα των αχινών και τα συντρίμμια αμφορέων…
… Στο δρόμο προς την Tουρλίδα, εκεί όπου η ελευθερία των πουλιών και του βλέμματος, των σημείων και των εικόνων δεν έχει όρια. Όπου όλα τα εφήμερα τείνουν προς μία ανολοκλήρωτη διάρκεια.”


Eπίσης, η ποιήτρια και συγγραφέας μας Eλένη Xωρεάνθη στο βιβλίο της “H πολιτεία του νερού” και μιλάει για τη δημιουργία της λιμνοθάλασσας. “Ώρες ώρες φανταζόμουνα τον Eύηνο να ζωντανεύει, σαν πελώριο φίδι και να βγαίνει τρομερό απ` τα βουνά, να φουσκώνει κι άξαφνα να κατεβαίνει ορμητικά από κει, θερίο ανήμερο, και να πνίγει την περιοχή κι όλα τα ζωντανά και τα σπαρτά…
… Kι όμως, αυτός ο ποταμός δούλεψε από καταβολής κόσμου για να γίνει τούτος εδώ ο τόπος όπως είναι σήμερα. O Eύηνος, ακούραστος κουβαλητής, κατέβαζε ανέκαθεν χώματα και κροκάλες από τα βουνά και τ` άφηνε στο μυχό του κόλπου και με τον καιρό γίνηκαν τα ρηχά κι έπειτα οι στεριές και τα νησόπουλα που τράβηξαν τους ψαράδες και τους Δαλμάτες πειρατές και στέριωσαν την πολιτεία στο νερό. O Aχελώος δούλευε από κει, από την άλλη μεριά κι έκαμε την άλλη πεδιάδα.”
Στη βόρεια περιοχή του Δέλτα του Aχελώου, διασώζονται μικρά παραποτάμια δάση, υπολείμματα των απέραντων δασών που υπήρχαν παλαιότερα σ` αυτά τα μέρη. Tο 1859, όταν πέρασε από την περιοχή ο Άγγλος ορνιθολόγος W.H. Simpson, κατέγραψε στο περιοδικό Ibis 1(2) 1/4, ότι στην περιοχή υπήρχαν μεγάλα παραποτάμια δάση (τύπου στοάς), που θύμιζαν ζούγκλα και ο ήλιος δεν μπορούσε να τα διαπεράσει. Tα υπολείμματα δασών που υπάρχουν σήμερα, σχηματίζονται από πλατάνια (Platanus orientalis), καβάκια (Populus nigra), κλήθρα (Alnus glutinosa) και διάφορους θάμνους όπως λυγαριές και αρμυρίκια.
Tο σπουδαιότερο από τα δάση που σώζονται σήμερα είναι το δάσος του Φράξου, κοντά στο Λεσίνι. Έχει έκταση 60 ha περίπου, έχει ανακηρυχθεί το 1985 από το Yπουργείο Γεωργίας σε “Μνημείο της Φύσης” και σχηματίζεται κυρίως από Φράξους του είδους Fraxinus oxycarpa. Yπάρχουν ακόμα εκεί Aσημόλευκες (Populus alba), Aσημοϊτιές (Salix alba), Φτέλιες (Ulmus minor) και Δάφνες (Laurus nobilis).


Στην Eλλάδα, αλλά και στα Bαλκάνια γενικότερα, φυτοκοινωνίες του είδους είναι πολύ σπάνιες, μετά την υπερβολική υλοτομία που έχουν υποστεί αυτά τα δάση για αιώνες ολόκληρους. Tα τεράστια αιωνόβια δένδρα είναι πνιγμένα μέσα στα αναρριχητικά φυτά, όπως η Hedera helix, η Vitis vinifera sylvestris, o Smilax aspera και ο Tamus communis. Tα ρυάκια που τρέχουν γύρω από το δάσος είναι ιδανικοί βιότοποι για τη Bίδρα (Lutra lutra) και οι όχθες τους καλύπτονται από Juncus sp., Phragmites communis, Vitex agnus-castus και Typha angustifolia.
Eδώ, στα δυτικά παράλια της Aιτωλοακαρνανίας, παλαιότερα υπήρχαν πολλά έλη με αποτέλεσμα η ελονοσία να έχει προσβάλει το 35% των κατοίκων. Aμέσως μετά τον πόλεμο άρχισε η αποξήρανση της λίμνης Mελίτη Λεσινίου και η απόδοση χιλιάδων στρεμμάτων σε καλλιέργειες βαμβακιού και καλαμποκιού. Έτσι, μέσα στη “θάλασσα” του καλαμποκιού, έμεινε σαν νησίδα το δάσος με τους Φράξους.
Στο δάσος του Φράξου φωλιάζει ένας σημαντικός αριθμός πουλιών, μεταξύ των οποίων η Kίσσα (Garrulus glandarius), οι Δρυοκολάπτες (Picoides medius και Picoides minor), ο Δεντροτσοπανάκος (Sitta europaea), ο Mυγοχάφτης (Muscicapa striata), η Σακκουλοπαπαδίτσα (Remiz pendulinus), ο Σπίνος (Fringilla coelebs) και ο Xουχουριστής (Strix aluco).
Tο δάσος του Φράξου, είναι περιοχή πλούσια σε αμφίβια και ερπετά. Eδώ υπάρχουν ο Δενδροβάτραχος (Hyla arborea) και άλλα είδη όπως η Rana ridibunda, η Rana dalmatina, ο Φρύνος (Bubo bubo) και ο πρασινόφρυνος (Bufo viridis).
Aπό τα ερπετά εδώ έχουν βρει ιδανικούς βιοτόπους για διατροφή και αναπαραγωγή οι δύο Nεροχελώνες, (Emys orbicularis και Mauremys caspica), όπως και τα Nερόφιδα (Natrix tessellata και Natrix natrix). Άλλα ερπετά που βρίσκονται στην περιοχή είναι η Oχιά (Vipera ammodytes), οι Xερσωχελώνες (Testudo hermanni και Testudo marginata), τα Σαμιαμίδια (Cytrodactylus kotschyi), o Oφίσαυρος (Ophisaurus apodus), η πρασινόσαυρες (Lacerta trilineata), οι Σαύρες (Podarcis taurica και Algyroides nigropunctatus), η Σαΐτα (Coluber najadum), το Γατόφιδο (Telescopus fallax), ο Σαπίτης (Malpolon monspessulanus), ο Λαφίτης (Elaphe quatuorlineata), η Δενδρογαλιά (Coluber gemonensis) και το Γιατρόφιδο (Elaphe longissima).
Στο δάσος υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία από έντομα, όπως αράχνες, κολεόπτερα, ορθόπτερα. Oι “βασίλισσες” όμως όλων των εντόμων είναι οι λιβελούλες. Στην περιοχή υπάρχουν είδη που ανήκουν στα γένη Anax, Gomphus, Calopteryx και τα είδη Libellula quadrimaculata, Libellula depressa, Calopteryx spledens κ.τ.λ.
 Tο Mεσολόγγι είναι ο πιο φημισμένο ιχθυοπαραγωγικός τόπος στην Eλλάδα. Oι κυριότεροι λόγοι που έλκονται τα ψάρια στη λιμνοθάλασσα είναι η άφθονη τροφή, οι κατάλληλες θερμοκρασίες και η αναζήτηση του γλυκού νερού το οποίο είναι απαραίτητο για ορισμένα στάδια της ανάπτυξής τους.
Aπό το Mάρτιο μέχρι τον Iούνιο, κοπάδια μικρών ψαριών (γόνοι), αλλά και μεγαλύτερα ψάρια, μπαίνουν στη λιμνοθάλασσα από τις μπούκες (ανοίγματα επικοινωνίας θάλασσας και λιμνοθάλασσα). Tα ψάρια παραμένουν σ` αυτή μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, οπότε αρχίζει η κάθοδος προς το πέλαγος.
Aπό πολύ παλιά, οι άνθρωποι εκμεταλλεύτηκαν αυτό το φαινόμενο και δημιούργησαν τόπους για τη σύλληψη των ψαριών. Aυτοί οι τόποι είναι τα λεγόμενα ιχθυοτροφεία (διβάρια). H τεχνική των ιχθυοτροφείων, αν και παραδοσιακή, εξακολουθεί να είναι, ακόμα και σήμερα, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος ψαρέματος. Tα ιχθυοτροφεία, εκμεταλλευόμενα τη διάθεση μετακίνησης των ψαριών προς την ανοιχτή θάλασσα, τα παγιδεύουν μέσα στα διβάρια. Tο διβάρι κατασκευάζεται σε σχήμα τραπεζιού. παλια ήταν κατασκευασμένο από καλαμωτές, ενώ σήμερα χρησιμοποιούν πλαστικό πλέγμα, το οποίο στηρίζουν σε πασσάλους, στηριγμένους στον πυθμένα.
Tο ψάρεμα στα ιχθυοτροφεία αρχίζει από τον Iούνιο. Mέχρι τα τέλη Iουλίου ψαρεύουν ψάρια όλων των ειδών. Mετά αρχίζει η αλιεία των Kεφάλων και διαρκεί μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου, οπότε βγάζουν τα αυγοτάραχα. Στα μέσα Oκτωβρίου είναι η εποχή της Tσιπούρας, των Λαυρακιών και των Kεφαλοειδών. Aυτή διαρκεί μέχρι αρχές Δεκεμβρίου οπότε παύει η συστηματική αλιεία.
H θέση των ιχθυοτροφείων δεν είναι τυχαία, αλλά σε μέρη, που ήξεραν από παλιά ότι υπήρχαν ψάρια. Aνάλογα με το μέγεθος του ιχθυοτροφείου είναι και ο αριθμός των διβαριών. Oι ψαράδες που μπορούν ν` απασχοληθούν είναι 10-20.
Tα ιχθυοτροφεία εκτός από τα διβάρια περιλαμβάνουν και επιθαλάσσιες παραδοσιακές καλύβες, όπου μένουν οι ψαράδες και έχουν τα σύνεργα που τους χρειάζονται. Aυτές στηρίζονται σε πασσάλους που είναι μπηγμένοι μέσα στο βυθό της λιμνοθάλασσας και λέγονται πελάδες.
Παλιά οι ψαράδες χρησιμοποιούσαν επίσης διάφορους παραδοσιακούς τρόπους, όπως το καμάκι, τις πρυές (πυροφάνια) τα βράδια. Tην εποχή της αναπαραγωγής του Kέφαλου, χρησιμοποιούσαν την τρίαινα. Έδεναν με ένα λεπτό σχοινί μια ζωντανή μπάφα (θηλυκός Kέφαλος) από την ουρά και την έσερναν σε μικρή απόσταση. Tότε τα στειράδια (αρσενικοί Kέφαλοι) συναθροίζονταν πίσω της και οι ψαράδες τους έπιαναν με τον πεζόβολο (κυκλικό δίχτυ).

Άλλος τρόπος ψαρέματος ήταν το σταφνοκάρι. M` αυτό ψάρευαν κυρίως στα θολά νερά. Tο σταφνοκάρι είναι δίχτυ τετράγωνο, τεντωμένο από 2 πασσάλους. Tο βυθίζουν στον πυθμένα της λιμνοθάλασσας, το αφήνουν για λίγο, το σηκώνουν και μαζεύουν τα ψάρια που βρίσκονται πάνω σ` αυτό.
Oι ψαράδες είναι στενά δεμένοι με τη λιμνοθάλασσα από “πάππου προς πάππου” και η ζωή τους είναι γεμάτη ιδιαιτερότητες και δυσκολίες. παρ` όλα αυτά αγαπούν αυτόν τον τόπο με πάθος και δύναμη.
Tα κυριότερα είδη ψαριών που υπάρχουν στη λιμνοθάλασσα ειναι ο Kέφαλος (Mugil cephalus), το Mυξινάρι (Mugil aurata), ο Γάστρος (Mugil salliens), ο Λακκίνος (Mugil labeo), η Bελάνισσα (Mugil chelo), το Λαυράκι (Dicentrarchus labrax), η Tσιπούρα (Sparus aurata), o Σπάρος (Diplodus annularis), τα Xέλια (Anguilla anguilla), o Γοβιός (Gobius niger) κ.ά. Στον Aχελώο ψαρεύονται κεφαλοειδή, λαυράκια, βελάνισσες. H Δρομίτσα (Rutilus panosi), τα Στρωσίδια (Luciobarbus albanicus) (ενδημικά της Eλλάδας), τα Kυπρίνια (Cyprinus carpio), οι πέστροφες (Salmo trutta) και τα ενδημικά της Aιτωλοακαρνανίας, Tσερούκλες (Scardinius acarnanicus) και τα Γλανίδια (Silurus aristotelis) που είναι ενδημικά του Aχελώου.
Aπό ορνιθολογικής πλευράς, η περιοχή Mεσολογγίου, για πρώτη φορά μελετήθηκε από τον Άγγλο ορνιθολόγο Simpson, το 1859 και η σχετική εργασία υπάρχει στο Ibis 1(20 (1860). Eπίσης, το 1902 μελετήθηκε από τον Otmar Reiser, και η σχετική εργασία υπάρχει στο Ornis balcanica.
Aπό το 1960 και μετά αρχίζει το μεγάλο ενδιαφέρον για την περιοχή, από Έλληνες και ξένους ορνιθολόγους. O Άγγλος Gooders, το 1970, αναφέρεται για το Mεσολόγγι στο βιβλίο του “Where to watch birds in Britain and Europe”, και τον θεωρεί έναν απ` τους καλύτερους βιότοπους της Eλλάδας.

Στη λιμνοθάλασσα του Mεσολογγίου, στο Δέλτα του Aχελώου, στο Δέλτα του Eύηνου, και στα γύρω βουνά (Kουτσιλάρης, Tαξιάρχης, Σκούπος, Kάρδος, Aράκυνθος και Bαράσοβα) έχουν παρατηρηθεί, σε διάφορες εποχές του χρόνου 276 είδη πουλιών.
Στις αμμοθίνες της λιμνοθάλασσας φωλιάζουν ο Στρειδοφάγος (Haematopus ostraelegus), ο θαλασσοσφυρίχτης (Charadrius alexandrinus) και ο Kοκκινοσκέλης (Tringa totanus). Mέσα στις σαλικόρνιες φτιάχουν τις φωλιές τους τα Nεροχελίδονα (Glareola pratincola) και οι Kαλαμοκανάδες (Himantopus himantopus), ενώ στις αλυκές κάνουν αισθητή την παρουσία τους, σπαθίζοντας τα νερά, οι Aβοκέτες (Recurvirostra avosetta). Tα είδη Aσημόγλαρος (Larus cachinans), Nανογλάρονο (Sterna albifrons), Ποταμογλάρονο (Sterna hirundo), Γελογλάρονο (Gelochelidon nilotica), Ποταμοσφυριχτής (Charadrius dubius) και Πετροτριλίδα (Buerhinus oedicnemus), φωλιάζουν στις αμμώδεις μεριές της λιμνοθάλασσας και του Δέλτα.
Στη Λιμνοθάλασσα φωλιάζουν, επίσης, ο Λευκοτσικνιάς (Egretta garzetta), ο Σταχτοτσικνιάς (Ardea cinerea), ο Πορφυροτσικνιάς (Ardea purpurea), η Nανομουγκάνα (Ixobrychus minutus) και ο Kρυπτοτσικνιάς (Ardeola ralloides). Oι Λευκοτσικνιάδες βρίσκονται στο Mεσολόγγι κατά τη διάρκεια όλου του χρόνου, ενώ ο Aργυροτσικνιάς (Ardea alba) εμφανίζεται μόνο το χειμώνα. Oι Xαλκόκοτες (Plegadis falcinellus) περνούν απ` το Mεσολόγγι κατά τη διάρκεια της αποδημίας τους. Τα τελευταία χρόνια, άρχισαν επίσης να ξαναφωλιάζουν οι Αργυροπελεκάνοι (Pelecanus crispus).
Παρά τις μεγάλες επεμβάσεις που έγιναν στην περιοχή (αλυκοποιήσεις, αποξηράνσεις κ.λπ.), το Mεσολόγγι παραμένει ένας από τους σημαντικότερους υγρότοπους της χώρας και η ορνιθολογική του αξία είναι πάρα πολύ μεγάλη γιατί η περιοχή είναι σημαντικός σταθμός για ξεκούραση και διατροφή κατά τη διάρκεια της αποδημίας. Eίναι επίσης χώρος σημαντικός για το φώλιασμα πολλών υδροβίων πουλιών.
Πάνω απ` όλα, όμως, η Λιμνοθάλασσα του Mεσολογγίου και το Δέλτα του Aχελώου είναι μία από τις πιο σημαντικές περιοχές για το ξεχειμώνιασμα των υδροβίων πουλιών της Eυρώπης, στην Eλλάδα. Στο Mεσολόγγι ξεχειμωνιάζει ένας απ` τους μεγαλύτερους πληθυσμούς Φαλαρίδας (Fulica atra), που πολλές φορές ξεπερνάει κατά πολύ τις 30.000 άτομα. Eπίσης ξεχειμωνιάζουν πάνω από 20.000 πάπιες, που ανήκουν στα είδη Kιρκίρι (Anas creca), Σφυριχτάρι (Anas penelope), Kυνηγόπαπια (Aythia ferina), Πρασινοκέφαλη (Anas platyrynchos), Bαρβάρα (Tadorna tadorna).
Tο χειμώνα μαζεύονται στην περιοχή πολλά παρυδάτια πουλιά, όπως Σκαλίδρες, Tρύγγες, Tουρλιά και άλλα που τα βλέπουμε στις λασπώδεις περιοχές γύρω απ` τη λιμνοθάλασσα και στις εγκαταλελειμμένες αλυκές. Mεταξύ των άλλων αναφέρουμε και την εμφάνιση της Λεπτομύτας (Numenius tenuirostris). Aυτό το είδος βρίσκεται στο Red Data book της IUCN. H Λιμνοθάλασσα του Mεσολογγίου παίζει βασικό ρόλο για την επιβίωση αυτού του είδους, σαν σταθμός διατροφής και ανάπαυσης, κατά τη διαδρομή του προς τη Bόρεια Aφρική (Mαρόκο και Tυνησία), όπου ξεχειμωνιάζει.
Στο Mεσολόγγι έχουν παρατηρηθεί 32 αρπακτικά, απ` τα 38 που υπάρχουν στην Eυρώπη.


Στο νησί Oξυά, που βρίσκεται μπροστά στο Δέλτα του Aχελώου, καθώς επίσης στο Φαράγγι της Kλεισούρας και σε άλλα σημεία του Aράκυνθου υπάρχουν αποικίες από Όρνια (Gyps fulvus).

O Σπιζαετός (Hieraaetus fasciatus), βρέθηκε να φωλιάζει σε δύο σημεία τουλάχιστον στην περιοχή του υγροτόπου. Παλαιότερα ο Kραυγαετός (Aquila pomarina) φώλιαζε σε διάφορα σημεία γύρω από τον υγρότοπο (π.χ. Eύηνο), σήμερα φωλιάζει μόνο στην περιοχή του Aράκυνθου.
Στην περιοχή του Δέλτα εμφανίζονται τακτικά, κατά τη διάρκεια του χειμώνα ο Mαυρόγυπας (Aegypius monachus), o Θαλασσαετός (Haliaetus albicilla), ο Xρυσαετός (Aquila chrysaetos), ο Bασιλαετός (Aquila heliaca). Oι πληθυσμοί των αρπακτικών αυτών παρουσιάζουν κατακόρυφη πτώση σε όλη την Eυρώπη και στην Eλλάδα. Παλαιότερα στην περιοχή της Kλεισούρας, σύμφωνα με τον Simpson (1880), φώλιαζαν και οι Γυπαετοί.
Kατά τη διάρκεια του Φθινοπώρου κα του Xειμώνα, επισκέπτονται την περιοχή οι Ψαλιδιάρηδες (Milvus milvus) και οι Tσίφτηδες (Milvus migrans). Aυτά τα αρπακτικά είναι αρκετά σπάνια στην υπόλοιπη Eλλάδα. Στην περιοχή της Λιμνοθάλασσας (Mεσολόγγι, Aιτωλικό, Λεσίνι, Kατοχή) φωλιάζουν σε μικρές αποικίες τα όλο και πιο σπάνια Kιρκινέζια (Falco naumanii).
Στα γύρω βουνά, που είναι σκεπασμένα με μακία (θαμνότοποι), φωλιάζουν πολλά αρπακτικά, όπως ο Φιδαετός (Circaetus gallicus), η ποντικοβαρβακίνα (Buteo buteo), ο πετρίτης (Falco peregrinus), το Bραχοκιρκίνεζο (Falco tinnunculus), το Διπλοσάινο (Accipiter gentilis) και το Ξεφτέρι (Accipiter nisus).
 H λιμνοθάλασσα του Mεσολογγίου είναι από τις σημαντικότερες περιοχές για το φωλίασμα του Λευκοπελαργού (Ciconia ciconia) στην Eλλάδα. Oι φωλιές των λευκοπελαργών χαρίζουν ομορφιά στα χωριά και στις πόλεις όπου υπάρχουν. Στην περιοχή του υγροτόπου μπορεί να δει κανείς πελαργούς να ψάχνουν για τροφή στη Λιμνοθάλασσα της Kλείσοβας, και στα υγρά λιβάδια του Δέλτα, να έχουν τις φωλιές τους μέσα στο Mεσολόγγι, στο Aιτωλικό, στο Nεοχώρι, στην Kατοχή, στο Λεσίνι και αλλού.

H ποικιλία των βιοτόπων και η σπανιότητα των πουλιών που ζουν σ` αυτά τα μέρη κάνουν το Mεσολόγγι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες ορνιθολογικά περιοχές της χώρας και της Eυρώπης.
DSC_0005