Βιολογία ονομάζεται ο κλάδος των επιστημών που ασχολείται με τη μελέτη των ζωντανών οργανισμών. Ο άνθρωπος, από πάντοτε, φέρνει μέσα του την περιέργεια και την επιθυμία να γνωρίσει τον κόσμο που τον περιβάλλει, να εξετάσει τις διάφορες μορφές ζωής (ζώα, φυτά) και να ανακαλύψει τα στοιχεία που θα είναι χρήσιμα για την καλυτέρευση των συνθηκών της ζωής του. Ο πρωτόγονος άνθρωπος είχε αρκετές γνώσεις για την ανατομία και τη συμπεριφορά των ζώων, αν συμπεράνουμε από τα σχέδια και τα γλυπτά που βρέθηκαν μέσα στα σπήλαια στα οποία ζούσε. Στα ιερά βιβλία των Βαβυλώνιων, των Αιγύπτιων και άλλων λαών της Ανατολής, υπάρχουν πολλές πληροφορίες για διάφορα είδη ζώων και φυτών.
Οι πρώτες αρχές της Βιολογίας βρίσκονται στα έργα των αρχαίων Ελλήνων φιλόσοφων. Είναι γνωστό ότι ο Αλκαίων ο Κροτωνιάτης (500 π.Χ.) έκανε τις πρώτες ανατομικές έρευνες πάνω σε διάφορα ζώα. Το ίδιο έκανε και ο Ιπποκράτης (500 π.Χ.), ο οποίος προσπάθησε να ταξινομήσει το λίπος. Όλες αυτές οι γνώσεις όμως δεν ήταν συστηματοποιημένες μέχρι τον 4ο π.Χ. αιώνα, όταν ο Αριστοτέλης και ο Θεόφραστος επεχείρησαν για πρώτη φορά να βάλουν κάποια τάξη. Δίκαια λοιπόν μπορεί να πει κανείς ότι από εκείνη την εποχή αρχίζει η βιολογική επιστήμη.
Οι μεγαλύτεροι νεότεροι Βιολόγοι και Ζωολόγοι εξύμνησαν το έργο του Αριστοτέλη με μεγάλο ενθουσιασμό. Ο Δαρβίνος, πατέρας της Βιολογικής εξέλιξης, στο βιβλίο του “Αυτοβιογραφία και επιστολές” γράφει ότι κάποτε έβλεπα τον Λινναίο και τον Κυβιέρο σα να ήταν θεοί. Οι δυο όμως αυτοί συγκρινόμενοι με τον συγγραφέα του “Περί ζώων μορίων” φαίνονται σα να είναι μαθητές του. Για το έργο του Αριστοτέλη είχε εκφραστεί επαινετικά ο Κυβιέρος, ο Ι. Χέρσελ και ο Ντε Βλανβίλ, ενώ ο Δάντης, ο μεγάλος Ιταλός ποιητής, τον αποκαλούσε “Δάσκαλο των δασκάλων”.
Μέχρι σήμερα διασώθηκαν κατάλογοι που περιλαμβάνουν 143 τίτλους έργων του Αριστοτέλη. Το 1/4 των έργων που διασώθηκαν είναι Βιολογικά συγγράματα. Οι ιστορικές μελέτες του επίσης προκαλούν ζωηρό ενδιαφέρον, υστερούν όμως, αν συγκριθούν με τις μελέτες του για τις φυσικές επιστήμες. Ο Αριστοτέλης έκανε παρατηρήσεις πάνω στην αστρονομία, τη μετεωρολογία, τη χημεία, τη φυσική, την ψυχολογία. Τη μεγαλύτερη φήμη του όμως την απέκτησε ως ερευνητής της Ζωολογίας και της Βιολογίας. Ίδρυσε μια εκτεταμένη περιγραφική Ζωολογία, χωρίς να περιορίζεται μόνο στην περιγραφή του σχήματος αλλά έφερε και την Ανατομία και την Εμβρυολογία στον κύκλο των παρατηρήσεών του. Στα Βιολογικά του συγγράμματα μνημονεύει περίπου 500 ζώα. Από τις περιγραφές που μας δίνει καταλαβαίνουμε ότι ο ίδιος είχε κάνει ανατομικές έρευνες σε πάνω από πενήντα ζώα. Δεν είχε κάνει ανατομικές έρευνες σε σώμα ανθρώπου, γιατί το θεωρούσε ιερό, αλλά από τις περιγραφές του εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε ότι έκανε ανατομία σε άνθρωπο έμβρυο.
Στα δύο μεγάλα Βιολογικά του έργα, “Περί τα ζώα ιστορία” και “Περί ζώων γενέσεως”, περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τα διάφορα όργανα του σώματος των ζώων, τα στοιχεία που το αποτελούν, όπως το αίμα, τα οστά, οι τρίχες, τους διαφορετικούς τρόπους αναπαραγωγής, τις τροφικές συνήθειές τους, τα οικοσυστήματα και τις συμπεριφορές τους. Μας μιλάει για πρόβατα, κατσίκες, ελάφια, γουρούνια, λιοντάρια, ελέφαντες, ύαινες, καμήλες, ποντίκια, μουλάρια, μας περιγράφει χελιδόνια, περιστέρια, δρυοκολάπτες, αητούς, κόρακες, κοτσύφια, κούκους, υδρόβια πουλιά, φίδια, δελφίνια και φάλαινες.
Ο Αριστοτέλης ασχολήθηκε πολύ με διάφορα γένη των εντόμων και είναι τα έργα του πλούσια σε πληροφορίες για θαλάσσιους οργανισμούς, όπως τα ψάρια, τα καρκινοειδή, τα κεφαλόποδα κ.α. Οι έρευνές του ποικίλουν από τον άνθρωπο ως τη μέλισσα, από τον ευρωπαϊκό βίσωνα ως τα κοχύλια της Μεσογείου.
Κάθε είδους ζώο που ήταν γνωστό στους Έλληνες εκείνη την εποχή το έβαλε υπόψη του και τις περισσότερες φορές υπάρχουν ειδικές περιγραφές, εκτεταμένες, ακριβείς και με μεγάλη επιμέλεια. Η Ζωολογία ήταν μια νέα επιστήμη. Παρόλα αυτά ο Αριστοτέλης, αντί ν` αρχίζει από τα ζώα, άρχισε από τον άνθρωπο, που ήταν γνωστός. Έτσι αρχίζει να περιγράφει τα πάντα με τάξη και λεπτομέρεια.
Μας παρέχει επίσης πλήρη περιγραφή των τεσσάρων θαλάμων του στομάχου των μηρυκαστικών. Γνωρίζει λεπτομέρειες για τη διατροφή, την ερωτική συμπεριφορά και την αναπαραγωγική των κεφαλόποδων, τις οποίες ανακάλυψαν εκ νέου τον 19ο αιώνα. Περιγράφει, στο “Περί τα ζώα ιστορία”, κεφ. 2, την εξέλιξη του νεοσσού και σημειώνει την εμφάνιση της καρδιάς του κατά την τέταρτη ημέρα. Γνωρίζει ότι τα κήτη πρέπει να καταταχθούν στα θηλαστικά. Είναι σημαντικό και άξιο προσοχής ότι ο Σουηδός Κάρολος Λινναίος (1707-1778) μόλις στη δέκατη έκδοσή του Systema Naturae ταξινόμησε τα κήτη στα θηλαστικά, ενώ προηγουμένως τα κατέτασσε στα ψάρια. Ο Αριστοτέλης επίσης γνώριζε καλά τα ερπετά και τον τρόπο αναπαραγωγής τους.
Στο βιβλίο VIII, κεφ. 12, στην “Ιστορία των ζώων”, αναφέρεται στις αποδημίες των ζώων και των πουλιών. Πίστευε στην θεωρία της μεταμόρφωσης, ότι δηλαδή ο Κοκκινολαίμης κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού μεταμορφώνεται σε Κοκκινονούρη. Μ` αυτό τον τρόπο εξηγεί ο Αριστοτέλης την ανοιξιάτικη και την καλοκαιρινή εξαφάνιση, με τις αποδημίες και τη νάρκη των ζώων κατά το χειμώνα. Πίστευε ότι η διαίρεση δεν ήταν ευνοϊκή μέθοδος για τις Ζωολογικές επιστήμες. Παρόλα αυτά, χώριζε τα ζώα σε δύο μεγάλες κατηγορίες, στα άναιμα (χωρίς αίμα) και στα έναιμα (με αίμα). Στην κατηγορία των αναίμων κατατάσσει τα έντομα, τα μαλάκια (κεφαλόποδα), μαλακόστρακα (καρκινοειδή) και ως κορύφωμα της ταξινόμησης θεωρεί τον άνθρωπο. Η διάκριση σε έναιμα και άναιμα διατηρήθηκε ως τον 18ο αιώνα, όταν ο Κ. Λινναίος αντικατέστησε τα άναιμα με τον όρο ασπόνδυλα και τα έναιμα με τον όρο σπονδυλωτα. Τα ζωοτόκα, κατά τον Αριστοτέλη, είναι ανώτερα των ωοτόκων, γιατί έχουν μεγαλύτερη οργανική θερμότητα και κατορθώνουν να γεννούν ζωντανά μικρά και όχι αυγά.
Κατά την άποψή του, τα ατελέστερα ζώα αναπαράγονται από μια αυτόματη γένεση, χωρίς γονιμοποίηση. Τέτοια γένεση παρουσιάζουν τα σκουλήκια που γεννιούνται από τη γη ύστερα από τη σήψη διαφόρων συστατικών. Το σφάλμα αυτό του Αριστοτέλη μπορεί να αποδοθεί στην έλλειψη μέτρων παρατήρησης. Αυτά τα ατελή μέσα ήταν πολλές φορές η αιτία να γραφούν διάφορες ανακρίβειες από τον μεγάλο δάσκαλο.
Στην αρχή του Β` βιβλίου των Φυσικών, ο Αριστοτέλης έδωσε διάφορους ορισμούς για το τι είναι η φύση: “Των γαρ όντων τα μεν εστί φύσει, τα δε δι` άλλας αιτίας, φύσει μεν τα τε ζώα και τα μέρη αυτών και τα φυτά και τα απλά των σωμάτων, οίον γη και πυρ και αήρ και ύδωρ, ταύτα γαρ είναι και τοιαύτα φύσει φαμέν”. Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι παρατηρούσαν και μελετούσαν τα φυσικά φαινόμενα καθαρά δια της διανοητικής οδού. Όπως έλεγε και ο Γερμανός φιλόσοφος Schiller. Οι Έλληνες παρατηρούν τη φύση με το μυαλό τους παρά με την καρδιά τους.
Ο Αριστοτέλης την απλή γνώση την ονομάζει “εμπειρία” και την επιστημονική “τέχνη”. Στα Μεταφυσικά (Α1 981α, 5 κεφ.) ορίζει: “την τέχνην της εμπειρίας ηγούμεθα μάλλον επιστήμην είναι”. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η αναζήτηση της αλήθειας είναι ο σκοπός της επιστήμης. Αλήθεια σημαίνει σύλληψη της απόλυτης γνώσης, δηλαδή αποκάλυψη της περιστασιακής αιτίας του εκάστοτε φαινομένου ή πράγματος. “Ουκ ίσμεν δε το αληθές άνευ της αιτίας” (Μεταφυσικά Α. ελ. 1, 99 παρ. β, 23).
Εύκολο είναι να πιστέψει κανείς ότι η Ιστορία των ζώων είναι μια συλλογή από διαφορετικές ιστοριούλες. Τα βιβλία αυτά όμως, παρόλα τα λάθη που εμπεριέχουν, δεν παύουν να είναι μια μνημειώδης εργασία. Πολλοί επιστήμονες προσπάθησαν να βρουν τα λάθη που έκανε ο Αριστοτέλης. Πρώτα απ` όλα, λένε ότι πολλές φορές έκανε λάθη που δεν έπρεπε να γίνουν από έναν επιστήμονα σαν αυτόν. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα με το βίσωνα: μετά από μια αόριστη περιγραφή του ζώου, βρίσκουμε ότι το κυνηγούσαν για το κρέας του και ότι “αμύνεται με κλωτσιές και πετάει με δύναμη μακριά τα περιττώματά του, σε απόσταση πάνω από εκατό μέτρα. Αυτά καίνε τόσο πολύ, που προκαλούν εγκαύματα σε όλο το δέρμα το σκυλιών”. Εδώ φαίνεται καθαρά ότι ο Αριστοτέλης έπεσε θύμα μυθομανών κυνηγών.
Τον κατηγορούν ότι δεν έκανε πειράματα. Οι παρατηρήσεις που υπάρχουν στις εργασίες του πολλές φορές ανήκουν σε ερασιτέχνες και έγιναν στο πόδι και όχι στο εργαστήριο. Ο Αριστοτέλης όμως γνώριζε ότι κάθε επιστήμονας ακολουθεί μια διαφορετική μέθοδο. Αυτοί που τον κατηγορούν ότι δεν έκανε πειράματα έχουν πέσει θύματα λάθους με το να πιστεύουν ότι σε όλες τις επιστήμες είναι χρήσιμος ο πειραματισμός. Επίσης, ο Αριστοτέλης δεν έκανε μετρήσεις. Δεν ήταν μαθηματικός και δεν είχε σκεφθεί να χρησιμοποιήσει τα μαθηματικά στη Ζωολογία. Έτσι, δεν έκανε μετρήσεις και δεν ζύγιζε ποτέ το βάρος των ζώων που μελετούσε. Δεν θα πρέπει φυσικά να ξεχνάμε ότι δεν υπήρχαν τα μέσα για εργασίες μετρήσεων, μέσα όπως χρονόμετρα, θερμόμετρα, ζυγαριές ακριβείας κ.α. Οι Έλληνες έμποροι εκείνη την εποχή ζύγιζαν τα εμπορεύματά τους, άρα δεν υπήρχε τεχνικός λόγος να μην το κάνει και ο Αριστοτέλης. Η ιστορία του φυσικά δεν παύει να είναι ένα αριστούργημα. Σε κανένα άλλο έργο του Αριστοτέλη δεν υπάρχει δυνατή η επιθυμία της γνώσης.
Μετά το θάνατο του Αριστοτέλη (322 π.Χ.), ο φίλος και μαθητής του Θεόφραστος, από την Ερεσσό της Λέσβου, ανέλαβε τη διεύθυνση του Λυκείου, το οποίο παρέμεινε ένα σημαντικό κέντρο επιστημονικών και φιλοσοφικών ερευνών. Κατά τον 3ο αιώνα π.Χ., το φως του Αριστοτελισμού έπεσε, γιατί άλλες φιλοσοφικές σχολές έκαναν την εμφάνισή τους, όπως αυτές των Στωικών και του Επίκουρου. Εντούτοις ο Αριστοτέλης ποτέ δεν ξεχάστηκε και το έργο του έκανε πολλές ακόμη φορές την εμφάνισή του. Από τον πρώτο ως τον έκτο μ.Χ. αιώνα, μια σειρά από επιστήμονες έσκυψαν με σεβασμό στα έργα και τη φιλοσοφία του. Η φιλοσοφία του εμφανίζεται και πάλι κατά τον όγδοο αιώνα στο Βυζάντιο, από το οποίο αργότερα, γύρω στο δωδέκατο αιώνα, πέρασε στη δυτική Ευρώπη, όπου τα έργα του μεταφράστηκαν στα λατινικά και γνώρισαν ευρύτατη διάδοση.
Στην αρχή, η αριστοτελική διδασκαλία θεωρήθηκε επικίνδυνη για τη Δυτική Εκκλησία. Όταν όμως η εκκλησία κατάλαβε πως η διδασκαλία αυτή εξυπηρετούσε πολλούς από τους σκοπούς της, ανακήρυξε τον Αριστοτέλη “Πρόδρομο του Χριστού στα ζητήματα της φυσιογνωσίας” (“Praecursor Christii in naturalibus”), έτσι ώστε για τέσσερις αιώνες η φιλοσοφία και η επιστήμη του Αριστοτέλη κυριαρχούσαν στη Δύση. Τη μεγαλύτερη επιτυχία απ` όλα τα έργα του είχαν τα Βιολογικά. Ο Αριστοτέλης ήταν ιδρυτής μιας νέας επιστήμης η οποία έμεινε με τη μορφή που της έδωσε μέχρι το 1800. Μπορεί από τα Βιολογικά του έργα πολλά στοιχεία να έχουν ξεπεραστεί μέχρι σήμερα, δεν παύουν όμως να είναι σταθμοί στην ιστορία της γνώσης.
Οι Βοτανικές εργασίες του Αριστοτέλη χάθηκαν, ευτυχώς όμως σώθηκε το Βοτανικό έργο του μαθητή του Θεόφραστου. Ο Θεόφραστος μελέτησε την ανάπτυξη και των πολλαπλασιασμό των φυτών. Όπως ο Αριστοτέλης έτσι κι αυτός πίστευε στην αυτόματη γένεση. Διακρίνει τα μονοκοτυλήδονα από τα δικοτυλήδονα φυτά. Εισάγει νέους τεχνητούς όρους στη Βοτανική, όπως π.χ. το περικάρπιον, τη μήτρα, τα φρύγανα κ.α.
Μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, άρχισε η ακμή της Αλεξάνδρειας με τη δυναστεία των Πτολεμαίων. Δυστυχώς όμως τα Βιολογικά έργα εκείνης της εποχής χάθηκαν, εκτός από λίγα αποσπάσματα έργων του Ηρόφιλου (300 π.Χ.) και του Ερασίστρατου. Ο Ηρόφιλος θεωρείτε ο ιδρυτής της ανατομίας, διότι είναι ο πρώτος που έκανε έρευνα επάνω στο ανθρώπινο σώμα και σύγκρινε την κατασκευή του με εκείνη των ζώων. Κατάλαβε ότι ο εγκέφαλος είναι το κέντρο του νευρικού συστήματος, ενώ πολλά μέρη του εγκεφάλου ονομάζονται ακόμη και σήμερα με τα ονόματα που τους έδωσε ο ίδιος. Υπήρξε επίσης ο πρώτος που έκανε τη διάκριση μεταξύ φλεβών και αρτηριών. Ο Ερασίστρατος (304 π.Χ.) ήταν φυσιολόγος. Περιέγραψε τις βαλβίδες της καρδιάς, τον εγκέφαλο, την παρεγκεφαλίδα, τους έλικες και τις κοιλίες του εγκεφάλου.
Την ιστορία της Βοτανικής την επηρέασαν, περισσότερο από κάθε άλλον, τα έργα του Διοσκουρίδη, ο οποίος υπηρέτησε ως γιατρός στη Στρατιά του Νέρωνα. Πολλά από τα ονόματα των φυτών τα οποία χρησιμοποίησε είναι ακόμη και σήμερα σε χρήση.
Η “Φυσική Ιστορία του Πλίνιου” (32-79 μ.Χ.), περιέχει πλήθος φανταστικών διηγήσεων και ιστοριών. Παρόλα αυτά υπήρξε το βιβλίο που μετά τη Βίβλο μελετήθηκε περισσότερο, επί δώδεκα αιώνες. Ο τελευταίος σημαντικός Φυσιοδίφης της αρχαιότητας υπήρξε ο Γαληνός (120-200 μ.Χ.), ο οποίος έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την ιατρική και μελέτησε τα όργανα πολλών ζώων.
Μετά τον Γαληνό αρχίζει η μεγάλη περίοδος του Μεσαίωνα (200-1200 μ.Χ.), στην οποία δε γίνεται καμιά βιολογική έρευνα. Τα έργα του Πλίνιου, του Γαληνού, του Διοσκουρίδη αντιγράφονται συνεχώς, με αποτέλεσμα να προστίθενται νέα λάθη. Τον 7ο αιώνα έχουμε την εξάπλωση των Αράβων, με αποτέλεσμα η γλώσσα τους να είναι εκείνη των γραμμάτων. Τα έργα των Ελλήνων φιλοσόφων μεταφράζονται στην αραβική και αργότερα, κατά τον 11ο- 13ο αιώνα, στη λατινική.
Με την αναγέννηση των τεχνών και των γραμμάτων αρχίζει και η αναγέννηση της βιολογικής επιστήμης. Άνθρωποι σαν τον Μιχαήλ Άγγελο, τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι, τον Ντυρέρ, ενδιαφέρονται για τα ζώα και τα φυτά. Τα μεγάλα εξερευνητικά ταξίδια του Μάρκο Πόλο, του Βάσκο ντε Γκάμα, του Κολόμβου εκκίνησαν και πάλι το ενδιαφέρον για τη μελέτη του φυσικού κόσμου.
O APIΣTOTEΛHΣ, O ΘEOΦPAΣTOΣ KAI TA ΦYTA
Tα βιολογικά συγγράμματα του Aριστοτέλη, απαρτίζουν το ένα τρίτο του διασωθέντος έργου του.
Όλα τα βιολογικά του έργα ασχολούνται κυρίως με τα ζώα, γιατί το βοτανικό του έργο έχει χαθεί και έχουν διασωθεί μόνο μερικα αποσπάσματα, που πολλοί πιστεύουν ότι δεν είναι γνήσια.
Στα ζωολογικά του έργα, υπάρχουν επίσης πολλές αναφορές και στα φυτά και τα στοιχεία αυτά με άλλα μαζί έδωσαν το υλικό να γίνουν εκδόσεις στη λατινική και στην ελληνική γλώσσα από ξένους εκδοτικούς οίκους, όπως είναι τα ARISTOTELIS OPERA – -EPI ΦYTΩN A-B, σελ. 814 (Aκαδημία Bερολίνου, Eκδότης BEKKER, 1831), τα PHYTOLOGIAE ARISTOTELICAE FRAGMENTA (WIMMER, BRESLAU, 1838) και ίσως και διάφορα άλλα.
Oρισμένοι μελετητές του Aριστοτέλη πιστεύουν ότι ο Θεόφραστος, χρησιμοποίησε, επεξέτεινε και επεξεργάσθηκε τα χειρόγραφα που κληρονόμησε από το δάσκαλό του, έτσι σήμερα μπορούμε να θαυμάζουμε το πλούσιο βοτανικό έργο του Θεόφραστου, και ειδικά το “Περί Φυτών Iστοριές”, που τον καθιέρωσε σαν τον πατέρα της Bοτανικής.
Kατά την αρχαιότητα, υπήρχε στην περιοχή του Iλισού, ένας απ` τους σημαντικότερους βοτανικούς κήπους (από τους πρώτους ιδρυτές βοτανικών κήπων με επιστημονικό χαρακτήρα ήταν οι Έλληνες).
Στον Iλισό βρίσκονταν ο Bοτανικός Kήπος του Aριστοτέλη. Eίχε μεγάλη στοά εφοδιασμένη με εργαλεία καλλιέργειας και όργανα σπουδής και μελέτης.
Eδώ γίνονταν βοτανικές παρατηρήσεις και εποπτικά μαθήματα Φυτολογίας.
O Aριστοτέλης, την επιμέλεια και την συντήρηση του Bοτανικού Kήπου την είχε αναθέσει στο μαθητή του Θεόφραστο, ο οποίος και τον βελτίωσε μετά το θάνατο του δασκάλου του.
Στα μέσα του 15ου αιώνα έχουμε την ανακάλυψη της τυπογραφίας, γεγονός που συνετέλεσε στην ανάπτυξη των φυσικών επιστημών. Πολλοί ερευνητές, βιολόγοι, βοτανικοί, ορνιθολόγοι, ιχθυολόγοι, άρχισαν να εκδίδουν τα πρώτα συγγράμματά τους. Ο Γερμανός Βοτανικός Όθων Μπρούνφελς (1489-1534) είναι ο πρώτος που έγραψε και ετύπωσε ένα σημαντικό βοτανικό έργο. Το 1542, ένας άλλος Γερμανός Βοτανικός, ο Λεονάρδος Φουξ, εξέδωσε ένα βιβλίο σταθμό για την Βοτανική επιστήμη. Την ίδια περίπου εποχή, ο Ουίλλιαμ Τούρνερ (1544) δημοσιεύει το πρώτο βιβλίο Ορνιθολογίας και το 1551, ο Γάλλος Μπελλόν Π. εκδίδει ένα βιβλίο για τα ψάρια, ενώ το 1554 ένα βιβλίο για τα πουλιά. Το 1554, ο Γάλλος Ροντελέ γράφει ένα εικονογραφημένο βιβλίο που περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τα ψάρια της Μεσογείου, προσπαθώντας να επαληθεύσει τα όσα αναφέρει ο Αριστοτέλης στην “Ιστορία των Ζώων”.
Στο τέλος του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα, οι Εγκυκλοπαιδιστές ανέλαβαν να βάλουν τάξη στις βιολογικές γνώσεις που υπήρχαν μέχρι εκείνη την εποχή. Τα έργα τους κυρίως ήταν μεγάλα και συνοδεύονταν από ωραία εικονογράφηση. Ο Ελβετός Κόνρατ Γκέσνερ (1516-1565), είναι ο πιο αντιπροσωπευτικός φυσιοδίφης αυτής της Σχολής. Εξέδωσε πέντε τόμους με την Ιστορία των Ζώων, που θεωρούνται η απαρχή της σύγχρονης ζωολογίας. Ένας άλλος εγκυκλοπαιδιστής, ο Αλτροβάντι, το 1559 εξέδωσε τρεις τόμους για τα πουλιά, ενώ το 1562 μία θαυμάσια εργασία για τα έντομα.
Ιδρυτής της σύγχρονης Ανατομίας υπήρξε ο Βέλγος Ανδρέας Βεσάλιος (1514-1564), ο οποίος πέθανε στη Ζάκυνθο, ενώ επέστρεφε από τα Ιεροσόλυμα. Το ανατομικό του έργο για το ανθρώπινο σώμα, θεωρείται ως αριστούργημα. Στους μαθητές του Βεσάλιου συγκαταλέγεται και ο Άγγλος Γουίλλιαμ Χάρβεϋ (1578-1657), ο οποίος ανακάλυψε την κυκλοφορία του αίματος. Ο Χάρβεϋ έκανε επίσης πολλά πειράματα επάνω στα έμβρυα της κότας και ίδρυσε τη νέα συγκριτική φυσιολογία. Από το 1600 και μετά άρχισαν να ιδρύονται οι πρώτες Επιστημονικές Εταιρείες (Academia dei Lincei, Ιταλία, Βασιλική Εταιρεία, Αγγλία, Ακαδημία Επιστημών, Γαλλία, κ.ά.).
Ο Ιταλός Μαλπίγγι Μαρτσέλο (1628-1694), συμπλήρωσε το έργο του Χάρβεϋ, αφού περιέγραψε την κυκλοφορία του αίματος στα τριχοειδή αγγεία. Ο Μαλπίγγι έκανε έρευνες πάνω στα τριχοειδή αγγεία των πνευμόνων των βατράχων. Έκανε εμβρυολογικές έρευνες και μεγάλες ανακαλύψεις στην ανατομία των φυτών. Ο Ιταλός ερευνητής έκανε πειράματα και ανατομική έρευνα πάνω στον μεταξοσκώληκα και ανακάλυψε ότι τα έντομα δεν αναπνέουν με πνευμόνια, αλλά με ένα πολύπλοκο σύστημα σωλήνων των τραχειών.
Ο Ολλανδός ερευνητής Σβάμερνταμ (1637-1680) ασχολείτο με την μεταμόρφωση των εντόμων. Μετά το θάνατό του εξεδόθη το “Βιβλίο της Φύσης”, μία από τις καλύτερες συλλογές μικροσκοπικών παρατηρήσεων που εξεδόθη ποτέ.
Ο Ολλανδός, Αντώνιος Βαν Λέβενχουκ (1632-1723), υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους μικροσκοπιστές όλων των εποχών. Κατασκεύαζε μόνος του τα απλά μικροσκόπιά του και έκανε πολλές σημαντικές παρατηρήσεις και έρευνες. Περιέγραψε πολλά νέα όργανα. Παρατήρησε τα ερυθρά αιμοσφαίρια των ψαριών, των βατράχων, του ανθρώπου και άλλων θηλαστικών. Μελέτησε τους ιστούς με το μικροσκόπιό του και θεμελίωσε την Ιστολογία. Περιέγραψε τα σύνθετα μάτια των εντόμων, την παρθενογενετική αναπαραγωγή και τα πρωτόζωα (μονοκύτταρους οργανισμούς που βρίσκονται στα νερά). Η μεγαλύτερη όμως ανακάλυψή του έγινε το 1683, όταν περιέγραψε για πρώτη φορά τα βακτηρίδια.
Ο σημαντικότερος όμως από όλους τους μικροσκοπιστές, υπήρξε ο Ρόμπερτ Χουκ (1635-1703). Το μεγάλο έργο του “Μικρογραφία” δημοσιεύθηκε στο Λονδίνο το 1665 και περιέχει πλήθος σημαντικών παρατηρήσεων, που έκανε με το μικροσκόπιό του. Το έτος 1665 είναι σημαντικός σταθμός για την επιστήμη της Βιολογίας, γιατί ο Χουκ ανακάλυψε το βασικό στοιχείο της ζωής, που είναι το κύτταρο.
Η πληθώρα των στοιχείων και οι νέες εξερευνήσεις σε μακρινές χώρες, είχαν σαν αποτέλεσμα τα γνωστά είδη χλωρίδας και πανίδας να γίνονται διαρκώς περισσότερα. Έτσι, υπήρξε επιτακτική η ανάγκη μιας ταξινόμησης των ζωντανών οργανισμών. Την πρώτη σημαντική προσπάθεια την έκανε ο Ομπέλ (1538-1616), που ταξινόμησε τα φυτά με βάση τα φύλλα τους. Ο Ρέυ (1627-1705) θεωρείται ότι είναι, μετά το Λινναίο, ο ιδρυτής της συστηματικής Βιολογίας. Στο Λονδίνο εξέδωσε 3 τόμους με τον τίτλο “Γενική Ιστορία των Φυτών”, μέσα στους οποίους περιγράφει 18.600 φυτά και δίνει πληροφορίες για τη φυσιολογία τους, τη γεωγραφική τους εξάπλωση και την οικολογία τους. Ο Ρέυ, εκτός από τα έργα της Βοτανικής, έγραψε και ζωολογικές μελέτες για τα ψάρια, τα ερπετά και τα θηλαστικά, μέσα στις οποίες βρίσκεται η πρώτη συστηματική κατάταξη των ζώων με βάση τα δάκτυλα και τα δόντια τους.
Ο Σουηδός Κάρολος Λινναίος (1707-1778) έβαλε τον ακρογωνιαίο λίθο στην ιστορία των φυσικών επιστημών. Είχε το πάθος της ταξινόμησης και έβαλε τάξη στο χάος του φυτικού και ζωικού κόσμου. Κατέταξε αυτά πρώτα κατά ομοταξία, μετά κατά τάξη, έπειτα κατά γένος και τέλος κατά είδος. Το σύστημα ταξινόμησής του σε γενικές γραμμές ισχύει ακόμη και σήμερα. Το βιβλίο του “Sistema Naturae” έκανε πολλές εκδόσεις, από τις οποίες η δωδέκατη (1758) χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα. Χρησιμοποιεί, όπως και ο Ρέυ, διπλή ονομασία (π.χ. Αλκυόνη Alcedo atthis) και πιστεύει στη σταθερότητα των ειδών. Παραδέχεται πως υπάρχουν τόσα γένη όσα από την αρχή έφτιαξε ο Κύριος. “Tot sunt species, quot ab initio creavit inflinitum Ens…”. Ο Λινναίος πέθανε το 1778 και οι συλλογές και τα βιβλία του φυλάσσονται στο Λονδίνο από την Εταιρεία που φέρει το όνομά του.
Από τους πρώτους που διατύπωσαν την ιδέα της εξέλιξης των ειδών είναι ο Μπυφφόν (1707-1788). Αυτός υπέθετε την κοινή καταγωγή συγγενών ζώων και αναγνώριζε πως οι όροι της ζωής είναι ένα αίτιο μετασχηματισμού. Ένα σπουδαίο βήμα προς τα εμπρός έκανε ο Etienne Geoffroy de St. Hilaire, που εξέφρασε την ιδέα πως ολόκληρο το ζωικό βασίλειο έγινε σύμφωνα με ένα ενιαίο σχέδιο και είχε τη γνώμη πως όλα τα ζώα εξελίχθηκαν από κατώτερες σε ανώτερες μορφές.
Ο Έρασμος Ντάρβιν (1731-1802), παππούς του Καρόλου Ντάρβιν, πίστευε ότι τα είδη μεταβάλλονται με το χρόνο και ότι οι μεταβολές αυτές οφείλονται στις επιδράσεις που ασκεί το περιβάλλον στους οργανισμούς. Συγχρόνως, την ιδέα αυτή υποστήριξε και ο Λαμάρκ (1744-1829), στο βιβλίο του “Ζωολογική Φιλοσοφία”, που εξέδωσε στα 1809. Ο Λαμάρκ συνόψισε τη θεωρία του με δύο φυσικούς νόμους:
(α) Σε κάθε ζώο, η διαρκής χρήση βοηθάει στην ανάπτυξη του οργάνου που χρησιμοποιείται. Με την αχρηστία, το όργανο αδυνατίζει και μπορεί να καταλήξει στην εξάλειψή του.
(β) Επίσης, η φύση διατηρεί όλες τις επίκτητες ιδιότητες που απέκτησαν τα άτομα κάτω από την επίδραση των εξωτερικών παραγόντων.
Στις ίδιες θεωρίες πίστευαν αργότερα ο Άγγλος γεωλόγος Λύελ και ο Σπένσερ (1852). Το έργο όμως που έφερε αληθινή επανάσταση στην επιστήμη, ήταν το επιστημονικό βιβλίο του Καρόλου Ντάρβιν “Περί γενέσεως των ειδών”, το οποίο εξεδόθη το 1859 και εξαντλήθηκε την πρώτη κιόλας ημέρα της κυκλοφορίας του.
Ο Κάρολος Δαρβίνος (1809-1882) γεννήθηκε στο Σριούσμπωρυ και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του κοντά στο Λονδίνο (στο Ντάουν), στο κτήμα του, όπου έκανε τις βιολογικές του παρατηρήσεις πάνω στα φυτά και στα ζώα. Αφού τελείωσε τις σπουδές του στο Καίμπριτζ (1831) έλαβε μέρος σαν φυσιοδίφης στη μεγάλη εξευρευνητική αποστολή, που έγινε με το πολεμικό πλοίο “Μπηγκλ”. Έτσι, επισκέφθηκε πολλές χώρες της Νοτίου Αμερικής, τα νησιά του νότιου Ατλαντικού και Ειρηνικού και έκανε πολλές παρατηρήσεις σε νέα είδη φυτών και ζώων. Μ` αυτό το ταξίδι του, είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει τη μεγάλη ποικιλία των ειδών και αργότερα τον βοήθησε να διατυπώσει τη θεωρία του περί της φυσικής επιλογής των ειδών και περί της καταγωγής του ανθρώπου.
Ο Δαρβίνος έγραψε πολλά επιστημονικά έργα όταν επέστρεψε από το ταξίδι του στο νότιο ημισφαίριο. Αυτά είναι: “Φυσικοϊστορικές και γεωλογικές μελέτες κατά το ταξίδι του πλοίου Μπηγκλ” (1839), “Ζωολογικές παρατηρήσεις κατά το ταξίδι του Μπηγκλ” (1840-1843), “Το ταξίδι ενός φυσιοδίφη γύρω από τον κόσμο” (1845). Ακολούθησαν τα συγγράμματά του “Σύσταση και κατανομή των κοραλλιών”, “Γεωλογικές παρατηρήσεις στα ηφαιστειογενή νησιά της Νοτίου Αμερικής”, “Μονογραφία για τα μαλλόποδα” και άλλα. Τη μεγάλη του όμως φήμη την χρωστάει σε δύο κλασικά πλέον έργα, στα οποία διατύπωσε τη θεωρία του, που έμεινε γνωστή σαν “Δαρβινική θεωρία” ή “Δαρβινισμός”. Το πρώτο είναι η “Γένεση των ειδών διά της φυσικής επιλογής” (1859) και το δεύτερο είναι “Η καταγωγή του ανθρώπου και η φυσική επιλογή”.
Ταυτόχρονα και οι άλλοι κλάδοι της Βιολογίας κάνουν μεγάλες προόδους. Ο Άγγλος Χούντερ (1728-1793) δίνει μεγάλη ώθηση στην συγκριτική ανατομία με την έρευνά του. Αλλά ο σημαντικότερος υπήρξε ο Γάλλος Γεώργιος Κυβιέ (1769-1832). Ο Κυβιέ θεωρείται ο ιδρυτής της σύγχρονης συγκριτικής ανατομίας. Το έργο του “Το Βασίλειο των Ζώων” απετέλεσε τη βάση της συγκριτικής έρευνας και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα. Μεγάλη είναι επίσης η συμβολή του στην Παλαιοντολογία, με τη διατύπωση της θεωρίας των καταστροφών. Με αυτή προσπάθησε να εξηγήσει τις διαφορές των απολιθωμάτων, οι οποίες παρατηρούνται μέσα στα γεωλογικά στρώματα.
Γύρω στα 1858, σε έναν μικρό κήπο, στο μοναστήρι του Brno στην Αυστρία, δούλευε ακούραστα ένας μοναχός, που άκουγε στο όνομα Γρηγόριος Μέντελ. Ο Μέντελ έκανε πειράματα με τα μπιζέλια (Pisum sativum) και διαμόρφωσε τους νόμους της κληρονομικότητας. Ο Μέντελ (1822-1884) ήταν γερμανοτσεχικής καταγωγής. Ύστερα από τις κλασικές σπουδές στο Φιλοσοφικό Ινστιτούτο του Όλμουτζ, στα εικοσιένα του ασπάζεται το μοναχικό σχήμα και μπαίνει στο μοναστήρι του Αγίου Θωμά, όπου παρακολούθησε επί 4 χρόνια θεολογικές σπουδές. Αφού έκανε για λίγο το δάσκαλο, στάλθηκε στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, όπου παρακολούθησε Ζωολογία, Βοτανική, Παλαιοντολογία, Φυσική και Μαθηματικά. Στα 1854 άρχισε να διδάσκει στη Νέα Σχολή, που ίδρυσε το Τάγμα των Αυγουστιανών στο Μπρνό. Οι έρευνές του για την κληρονομικότητα άρχισαν το 1858, πρώτα με διασταυρώσεις μπιζελιών (Pisum sativum) και ύστερα φασολιών. Τα πορίσματα των ερευνών του με τον τίτλο “Πειράματα σε υβρίδια φυτών”, τα παρουσίασε για πρώτη φορά το 1865 στη Φυσιοδιφική Εταιρεία του Μπρνό. Αυτό το μεγάλο έργο της Βιολογίας, που σήμανε τη γένεση της Γενετικής, έμεινε για πολλά χρόνια άχρηστο στις βιβλιοθήκες, μέχρι που το 1901 ανακαλύφθηκε και επιβεβαιώθηκε από τους βιολόγους Κόρενς, Τσέρμακ και Ντε Βρις και του έδωσαν το όνομα Μεντελισμός.
Στις αρχές του νέου αιώνα, για αρκετά χρόνια οι βιολόγοι ασχολήθηκαν με τη θεωρία του Μέντελ, το κύτταρο, τις κληρονομικές ασθένειες, τις μεταλλάξεις (De Vries). Οι Γενετιστές μελέτησαν τις μεταλλάξεις πάνω στη Drosophila melanogaster (ένα μικρό έντομο των φρούτων) και έφτιαξαν το γενετικό της χάρτη. Ανακάλυψαν το DNA, το υλικό της ζωής. Τα αρχικά του είναι συντομογραφία του δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέος, η χημική ονομασία για το υλικό που μεταφέρει το κληρονομικό μήνυμα από τη μια γενιά στην άλλη. Τα μόρια του DNA είναι γενικά πολύ μακριές αλυσίδες που αποτελούνται από πολύ μικρότερες χημικές ομάδες. Η βασική δομή κάθε αλυσίδας αποτελείται από τρία βασικά συστατικά: απλά σάκχαρα, γνωστά με το όνομα δεσοξυριβόζη, φωσφωρικές ρίζες και τέλος, αζωτούχες ενώσεις. Υπήρχαν τέσσερις τέτοιες αζωτούχες ενώσεις: η αδενίνη (Α), θυμίνη (Θ), κυτοσίνη (Κ) και γουανίνη (Γ).
Το 1953, ο Τ. Ουάτσον και ο Φράνσις Κρικ χρησιμοποίησαν τα ευρήματα του Μ. Ουΐλκινς και έφτιαξαν το δικό τους μοντέλο του DNA. Σύμφωνα με τους Κρικ και Ουάτσον, το μόριο του DNA είναι σαν μια σπειροειδής σκάλα. Οι φωσφορικές ρίζες και τα σάκχαρα αποτελούν το συνεστραμμένο σκελετό της σκάλας και οι βάσεις σχηματίζουν τα σκαλοπάτια. Η αδενίνη ενώνεται μόνο με θυμίνη, για να φτιάξει σκαλοπάτι και η γουανίνη μόνο με την κυτοσίνη. Ένα γονίδιο π.χ. μπορεί να είναι ένα κομμάτι της σκάλας του DNA μήκους 2000 σκαλοπατιών.
Η ανακάλυψη του DNA αναστάτωσε τη Βιολογία. Πολλές ελπίδες γεννήθηκαν, ότι θα θεραπευθούν ασθένειες κληρονομικές, όπως ο καρκίνος και ότι θα καταστρωθούν σχέδια χημικής θεραπείας των ασθενειών.
Σήμερα, στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα, διανύουμε την εποχή της ραγδαίας εξέλιξης της Βιολογίας και ειδικά της Γενετικής Μηχανικής. Η Γενετική Μηχανική σήμερα μετέβαλε ριζικά την παραδοσιακή βιοτεχνολογία και με τις επεμβάσεις της οδήγησε σε νέες εφαρμογές που σοβαρά πρέπει να μας προβληματίζουν. Η Γενετική Μηχανική επεμβαίνει και μετατρέπει το γενετικό υλικό των ζώντων οργανισμών, στον έλικα της ζωής (DNA), των φυτών, των ζώων, αλλά και του ανθρώπου ακόμα. Παράγει μικροοργανισμούς και μπορεί να επέμβει ακόμη και στο γενετικό κώδικα του ανθρώπου.
Δυστυχώς, σήμερα, οι γρήγορες εξελίξεις στον τομέα της Γενετικής βρίσκονται στα χέρια λίγων επιστημόνων, στην υπηρεσία κάποιων φαρμακευτικών βιομηχανιών ή κυβερνήσεων. Δεν είμαστε ενάντια στην πρόοδο της Βιολογικής επιστήμης, ίσα ίσα πιστεύουμε στην αειφόρο επιστήμη, που με την εξέλιξή της θα βρίσκεται στην υπηρεσία όλης της ανθρωπότητας και όχι μόνο στα χέρια κάποιων πολυεθνικών, που με τις δραστηριότητές τους επιζητούν μόνο το κέρδος, χωρίς να αναλογίζονται τους κινδύνους και τις αρνητικές επιπτώσεις για το περιβάλλον και τον άνθρωπο. Όταν αλλοιώνεται το γενετικό υλικό των οργανισμών με τη βοήθεια της Γενετικής Μηχανικής, δεν είμαστε ποτέ σίγουροι για το τί θα συμβεί, γιατί οι γνώσεις μας είναι σχετικά περιορισμένες και δεν γνωρίζουμε τη συμπεριφορά των μεταλλαγμένων οργανισμών.
Σύμφωνα με τον Andre Breton, “κάθε ανακάλυψη που μεταλλάσσει τη φύση ή τον προορισμό ενός αντικειμένου ή φαινομένου, είναι ένα σουρεαλιστικό γεγονός”. Παρ` όλα αυτά, η φαρμακευτική – γεωργική βιομηχανία συνεχίζει αδιάφορα την “έρευνα” σε ένα τυφλό και σκοτεινό, χωρίς διέξοδο, δρόμο. Όλοι πίστευαν πριν λίγα χρόνια, ότι π.χ. τα φυτοφάρμακα ήταν πανάκεια για την αύξηση της γεωργικής παραγωγής. Σήμερα γνωρίζουμε όμως, ότι τα χημικά προϊόντα που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος τα τελευταία χρόνια είχαν μεγάλες “δυνατότητες”, όμως ήταν από τα δυνατότερα δηλητήρια, που ακόμη και σήμερα βρίσκονται παντού σκορπισμένα επάνω στον πλανήτη.
Πολλοί πιστεύουν ότι η βιοτεχνολογία θα μπορούσε να συμβάλλει στην προστασία του περιβάλλοντος, με τη δημιουργία νέων μικροοργανισμών, ικανών να αφομοιώσουν διάφορες τοξικές ουσίες που έρχονται σε επαφή με το περιβάλλον. Ακόμη και στην περίπτωση αυτή, όμως, δεν γνωρίζουμε τις αντιδράσεις των νέων μικροοργανισμών όταν βρεθούν ελεύθεροι στα οικοσυστήματα.
Τα τελευταία χρόνια βρισκόμαστε μπροστά στην κλωνοποίηση. Βρετανοί επιστήμονες “κατασκεύασαν” τη “Ντόλυ”. Η Ντόλυ είναι η πρώτη προβατίνα στον κόσμο που υπάρχει εις διπλούν. Η Γενετική δημιούργησε μία νέα ζωή, όχι με το γνωστό τρόπο αναπαραγωγής του ζωικού βασιλείου, αλλά χρησιμοποιώντας ένα κύτταρο από ένα δότη και γονιμοποιώντας το με τρόπο ανάλογο μ` αυτόν που γίνεται η τεχνητή γονιμοποίηση. Μετά πάλι, μάθαμε για την “Πόλυ”, πρόβατο που είχε ανθρώπινα γονίδια. .
Όλοι εκφράζουν φόβους σημερα , μήπως η κλωνοποίηση προχωρήσει και στον άνθρωπο, γεγονός όμως που ίσως συνέβη εδώ και πολλά χρόνια! Την είδηση την είχε δώσει, στις 3 Μαρτίου του 1978, η εφημερίδα New York Post και όλα τα γεγονότα τα περιέγραφε το δημοσιογράφος David M. Rorvik, ειδικός σε επιστημονικά θέματα Βιολογίας, στο βιβλίο του με τίτλο: “In his image: The cloning of a man”, Editor, Lippincott N. York.
Θέλω να πιστεύω ότι η επιστήμη της Βιολογίας δεν έχασε το δρόμο της, έστω κι αν υπάρχουν μικρές ομάδες που ασχολούνται με πειράματα που είναι πιο επικίνδυνα ακόμη και από την ατομική βόμβα.
Η Βιολογία, σαν επιστήμη, έχει να διανύσει πολλούς και σημαντικούς δρόμους και να δώσει λύσεις για το καλό της ανθρωπότητας. Μπορεί να δώσει λύσεις για το AIDS, για τον καρκίνο, για την πείνα, στα μεγάλα οικολογικά προβλήματα του πλανήτη, τις κληρονομικές ασθένειες, τις μεταμοσχεύσεις κλπ. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι θα επικρατήσει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, η λογική, αλλά πάνω απ` όλα η ηθική.
Β ι β λ ι ο γ ρ α φ ί α :
1 Aristotle, Historia Animalium, Books I-III, translated by A. L. Peck, Harvard University Press, 1965.
2 Aristotle, Opere. Parti degli animali. Riproduzione degli animali, Biblioteca Universale Laterza, Roma 1984.
3 Αριστοτέλους, Φυσικά, μετάφρ. Νικ. Κυργιοπούλου, Πάπυρος, 1975.
4 Αριστοτέλους, Των περί τα ζώα ιστοριών, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1994.
5 Αριστοτέλους, Μικρά Φυσικά, τόμος β`, μετάφρ. Π. Γρατσιάκου, εκδόσεις Φέξη.
6 Barnes J. Aristotle, Oxford University Press. Sir Macfarlane Burnet, Genes, dreams and realities, Melbourne, 1971.
7 Casini P. Natua, Enciclopedia Filosofica ISEDI, Torino, 1975.
8 De Santilana G., The Origins of Scientific Thought, The New American Library, 1961.
9 Dorst J., Le migrazioni degli Uccelli, Ed. Olimpia, Firenze.
10 Λάμπερτ Κ., Η θεωρία της εξέλιξης, εκδόσεις Γ. Αναγνωστίδη, Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν “Ηλίου”.
11 Premuda L., Storia della medicina, Cedam, Padova, 1960.
12 Rostand Jean, I miracoli della Biologia, Rizzoli Editore, Milano 1970.
13 Stent G., Genetica molecolare, Zanichelli Ed., Bologna, 1977.
14 Time-Life, επιστημονική βιβλιοθήκη, Χρυσός Τύπος.
15 Theobald D.W., Introduzione alla Filosofia della Scienza, Feltrinelli Ed., Milano, 1972.
16 Witherspoon J. and R., The Living Laboratory, Doubleday and Company Inc., Garden City, New York, 1960.
17 Όπαριν Α. Ι., Η προέλευση της Ζωής, εκδόσεις Σύγχρονο Βιβλίο, Αθήνα, 1962.