Μια νύχτα, στην πιο καταφρονεμένη επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, γεννήθηκε ένας Άγνωστος, που μεγαλώνοντας περπάτησε επάνω από τα ύδατα, εμακάρισε όσους οι άλλοι περιφρονούν, συγχώρεσε μιάν αμαρτωλή, κάλεσε τα παιδάκια να πάνε κοντά του, εθεράπευσε αρρώστους, ξανάφερε στη ζωή ένα κοριτσάκι και τον Λάζαρο, είπε ν’ αγαπάμε τους έχθρούς μας και να μπαίνουμε από την πύλη τη στενή και όχι την πλατειά, κι έχοντας συμμεριστεί των απλών και κοινών ανθρώπων τις αδυναμίες και τους φόβους, διάλεξε έναν πώλον όνου για να καθήσει επάνω του ως «βασιλεύς» και να μπει στα Ιεροσόλυμα, έπλυνε τα πόδια των μαθητών του, πορεύθηκε (όπως συνήθιζε) στο όρος των Ελαιών κι ύστερα σ΄ ένα χωριό που λεγόταν Γεθσημανή, και βιάστηκε – ναι, βιάστηκε τόσο που δεν μπορεί να μην είχε κάποιο νόημα η βιασύνη του – να σταυρωθεί.
Από εκείνη την νύχτα κι έπειτα μετρούμε τα χρόνια της ιστορίας μας. Την νύχτα αυτή, όπως λέγει ο Άγιος Αθανάσιος « Αυτός γαρ ενηνθρώπησεν ίνα ημείς θεοποιηθώμεν .» Κι εμείς ταπεινοί προσκυνηταί υποκλινόμαστε το μυστήριο του Ερχομού ενός αδιάκοπου ερχομού αυτού του Αγνωστου που προσεγγίζει με ταπεινοφροσύνη την μικρότητά μας, αυξάνόμενος και κραταιούμενος κάθε φορά στην δική μας Βηθλεέμ ,την καρδιά μας. Κι είναι κάπως αμοιβαίο το μεγάλωμα τούτο, στο μέτρο που ο Χριστός αυξάνει μέσα μας αυξανόμεθα κι εμείς εν Αυτώ,. Η Γέννηση του στη Σπηλιά, αυτή την διπλή σχέση προαναγγέλει ,
Προαναγγέλει όμως και κάτι άλλο η Γέννηση Του , μιαν άλλη Σπηλιά, τη Σπηλιά του Τάφου, αλλά και εκείνη της Αναστάσεως ,που θα γεμίσει κι αυτή από φως. Γι’ αυτό κι ο αγιογράφος δεν παρουσιάζει το Χριστό φασκιωμένο, αλλά τον έχει τυλιγμένο με τα νεκρικά οθόνια και το σουδάριο. Αυτό το νεκρικό θέμα συμπληρώνεται με το μαύρο φόντο του Σπηλαίου που συμβολίζει τον Άδη. και ολοκληρώνεται με την Φάτνη, η οποία είναι χτιστή και μας θυμίζει τον Τάφο του Ιησού – κι έτσι ο νεογέννητος Χριστός είναι Επιτάφιος – γιατί έρχεται στον κόσμο για να πεθάνει για την σωτηρία των ανθρώπων. Εν ονόματι της Αγάπης.
Πεθαίνει μα και ανίσταται, κι εγώ κατά το πρότυπό του πεθαίνω και ανίσταμαι εν Αυτώ, ώστε ό,τι είναι αμαρτία να πεθάνει μέσα μου και ο καινός άνθρωπος να αυξάνει και να ακτινοβολεί μέσα στην χαρά της Ανάστασης
Μα τα πράγματα δεν σταματούν εδώ, γιατί Εκείνος στη συνέχεια ανέρχεται προς τον Πατέρα και μας στέλνει το Άγιο Πνεύμα. Κι αυτή η υπόσχεση για το Άγιο Πνεύμα εγγράφεται ήδη στο μυστήριο της Γεννήσεως.
Ας υποδεχθούμε λοιπόν και φέτος τον αιώνια Ερχόμενο, για τον οποίο δεν είμαστε και δεν θα είμαστε ποτέ επαρκώς προετοιμασμένοι και που μας δίδεται δωρεάν. Μια και τα Χριστούγεννα καλούμεθα σ΄ έναν δρόμο άσκησης και πνευματικού αγώνα, ας προσπαθήσουμε να ξεχάσουμε τις δυσκολίες του κόσμου τούτου κι αν δεν μπορούμε να τις ξεχάσουμε τελείως,ας τις αποθέσουμε μπροστά στα πόδια Του, στο Σπήλαιο, κι ας προσφέρουμε ολόκληρη την ύπαρξή μας σ΄ Εκείνον, που , μέσα από μια κίνηση άπειρης αγάπης , μας καλεί να την υποδεχθούμε και να την κάνουμε να μεγαλώσει μέσα μας.
Το Μυστήριο της Αγάπης είναι αυτό που μας αποκαλύπτεται αυτήν τη μέρα. Για την Αγάπη άλλωστε βιάστηκε Εκείνος τόσο πολύ να σταυρωθεί, για να φανεί άξιός της.
Σ΄ αυτήν την αγάπη βρίσκεται το ουσιώδες. Κι είναι χαραγμένη, από το δρόμο του Σταυρού, που είναι το δύσκολο μονοπάτι προς την τελειότητα, τον αγιασμό και την κάθαρση. Χωρίς αυτά δεν θα μπορέσουμε να μπούμε στο μυστήριο της Αναστάσεως.
Ο Ιησούς μας χτυπά την πόρτα της ψυχής μας με την Γέννησή Του και μας δέχεται πράος και απαλός, όπως δέχθηκε τους βοσκούς και τους Μάγους, ικανοποιώντας την άδολη αναζήτησή τους. Δεν κρύβεται. Αρκεί να τον αναζητήσει κανείς όπως οι Ποιμένες και οι Μάγοι. Θα φανερώνεται πάντα σ΄ όσους με πίστη τον αναζητούν .
Η θρησκευτική περισυλλογή των ημερών αυτών ,που με την Αγάπη που αποπνέουν μας φέρνουν κοντά με όλους τους ανθρώπους και ιδιαίτερα με τους δικούς μας, πλαισιώνεται και λαμπρύνεται περισσότερο με την αναβίωση των ηθών και εθίμων της παραδόσεώς μας
Έτσι τα στόματα των παιδιών συνεχίζουν από τότε μέσα στους αιώνες μέχρι και σήμερα τα πρώτα εκείνα κάλαντα των Αγγέλων που ακούστηκαν την νύχτα στη Βηθλεέμ πάνω από τα έκπληκτα κεφάλια των βοσκών « Δόξα εν υψίστοις Θεώ …».
Παλαιότερα την παραμονή το βράδυ χτυπούσαν την κάθε πόρτα τα παιδιά, κρατώντας το φαναράκι της νύχτας – ένα άστρο χριστουγεννιάτικο για κάθε σπίτι – και χωρίς να περιμένουν την άδεια (να τα πούνε) άρχιζαν ν΄αφηγούνται το γεγονός της ημέρας, πάνω στον μουσικό ρυθμό των αιώνων όπως τον κρατούσε το τύμπανο και το τριγωνικό σήμαντρό τους. Σήμερα τα παιδιά ξεφυτρώνουν με τα ίδια παλιά σύνεργα στις γειτονιές κι ακόμα με το νησιώτικο καράβι ή τη συμβολική βυζαντινή εκκλησία που αντικατέστησε θρησκευτικότατα το φαναράκι. Συνεχίζουν τον ευχετικό τους ρόλο στα χωριά και τα νησιά μας, γυρίζοντας κι αυτά απ΄ το πρωί τώρα στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου, στα ηλιόλουστα λιμάνια του Αιγαίου, στις αιωνόβιες αυλές της Ρούμελης, στο πράσινο ύπαιθρο του Μωριά.
– Να τα πούμε
– Πέστε τα!
Χριστούγεννα, πρωτούγενα, πρώτη γιορτή του χρόνου
Για βγείτε, δέστε, μάθετε, πού ο Χριστός γεννιέται . . .
Είναι μια ευλογία για το σπίτι η παρουσία των παιδιών. Οι ευχές που πρωτοδίνουν στον Νοικοκύρη και στην Νοικοκυρά, είναι το πιο συγκινητικό συμβόλαιο για κάθε χρόνο με τη ζωή και με τον Θεό.
Σ΄αυτό το σπίτι πού ‘ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει!
Η αμοιβή των μικρών καλαντιστών δεν ήταν ούτε είναι ούτε ζητιανιά ούτε φιλανθρωπία, παρά πράξη τελεστική.
Παράλληλα με τα κάλαντα της Παραμονής έχουμε και τις προετοιμασίες της Παραμονής, που εστιάζονταν στην Τράπεζα την μεσημεριανή και στο Δείπνο των Χριστουγέννων. Τέλειωνε πια η τεσσαρακονθήμερη νηστεία. Στο μεγαλύτερο ελληνικό χώρο έσφαζαν και σφάζουν την παραμονή συνήθως χοίρο ,που κάθε οικογένεια έτρεφε από μήνες (με τελετουργικά « χοιροσφάγια » και περνούσαν με το θερμαντικό λίπος και το κρέας του όλες τις γιορτές. « Εκοβαν » τις όρνιθες, τους πετεινούς ή τους γάλους. (κούρκους ή διάνους).
Στη συνέχεια οι γυναίκες θα ζυμώσουν με την ίδια ζύμη την κουλούρα της γωνιάς σε σχήμα δακτυλίου ,σφραγισμένη στην ένωσή της με την αγία «σφράγιση», που έχει ο καθένας στο σπίτι, τα χριστόψωμα, μεγάλα, ειδικά ζυμωμένα για τη μεγάλη μέρα ψωμιά, που τα φτιάχνουν σαν προσφορά και τα τρώνε σαν μετάδοση, που έχουν ειδικά σχήματα και κεντίδια με στοιχεία θρησκευτικά και ανάλογα με την παράδοση αλλά και τον τρόπο που ζει η οικογένεια.(π.χ. σε μία γεωργική οικογένεια έχουμε αλέτρι με βόδια, δεμάτια δημητριακών, βαρέλι του κρασιού και σπίτι, σε μια ποιμενική οικογένεια στολίζουν το Χριστόψωμο με αρνάκια, κατσικάκια, μαντρί, κ.ά.).
Η προσοχή την ώρα του ζυμώματός της είναι ιεροτελεστική, τα υλικά είναι αγνά και ακριβά, τα καλύτερα, το αλεύρι περνιέται από ψιλή κρισάρα και ρίχνεται για ζύμωμα σε λεκάνη λευκή. Το προζύμι δεν θα είναι από μαγιά αγορασμένη, αλλά παλιό, σπιτίσιο. Η νοικοκυρά θα κάμει τον Σταυρό της, θα ευχηθεί κάθε καλό στο σπίτι της και τότε θα αρχίσει το ζύμωμα και στη συνέχεια θα κάνει το στόλισμα με τα κεντίδια.
Μετά γίνονταν οι πίττες κι ολοκλήρωναν τέλος οι νοικοκυρές τις προετοιμασίες που είχαν αρ-χίσει από τις προηγούμενες μέρες . Το χριστουγεννιάτικο γεύμα περιελάμβανε βραστή όρνιθα ή πετεινό., βραστή ή καλογεμισμένη γαλοπούλα .Όμως το χοιρινό κρέας είναι η βάση των χριστουγεννιάτικων φαγητών, αν και σε μερικές περιοχές τρώνε την πρώτη μέρα την όρνιθα ή τον πετεινό, το δε χοιρινό την δεύτερη.
Στις αλησμόνητες πατρίδες τσίρος, σκουμπρί, κέφαλος παστωμένος, αυγοτάραχο, χαβιάρι, σαρδέλες παστές, μπακαλιάρος κ.ά. δεν έλειπαν από το τραπέζι της ημέρες των Χριστουγέννων,όπως κι οι λαχανοντολμάδες και τα γιουβαρλάκια ,παράλληλα με τ’άλλα παραδοσιακά φαγητά. Στην Καππαδοκία το τραπέζι περιελάμβανε απαραίτητα και «χερσέ» πιλάφι,και το «κεσκέκι» ( χυλό από βρασμένο κρέας και θρυμματισμένο σιτάρι, με βούτυρο), που θεωρούνταν φαγητά που έτρωγε η Παναγία, όταν ήταν λεχώνα.
Τις ημέρες των Χριστουγέννων το γιορτινό τραπέζι ήταν γεμάτο με πετιμέζι, χουρμάδες, μέλι,
καρύδια, κάστανα, αμύγδαλα, ξερά φρούτα, λουκούμια, παστέλια και άλλες λιχουδιές μαζί με τα παραδοσιακά σαραγλί, τους μπακλαβάδες, τα μελομακάρονα ,τους κουραμπιέδες τις δίπλες και τα καταίφια. Όλα αυτά, μαζί με τα γλυκά του κουταλιού, αποτελούσαν το επίσημο και απαραίτητο τρατάρισμα για τους επισκέπτες .
Από το απόγευμα της παραμονής αρχίζανε τα λουσίματα και η « καθαριότητα » μικρών και μεγάλων μια και θα μεταλάβαιναν τη μέρα που θα ξημέρωνε. « Σώμα και ψυχή » λέγαν οι μανάδες στα παιδιά. Σαν τέλειωναν τα χρέη του σώματος, έμεναν τα χρέη της ψυχής. Τα παιδιά έπρεπε να πουν το «Πιστεύω» και το «Πάτερ ημών» και να κάνουν μετάνοιες μπροστά στα εικονίσματα. Αφού τέλειωναν κι αυτά τα χρέη, πήγαιναν στον νονό ή στην νονά να φιλήσουνε το χέρι και να πάρουνε συγχώρεση και τον… μποναμά. Τέλειωνε κι αυτό και παίρνανε γραμμή τους μεγάλους του σπιτιού για το χειροφίλημα. Φιλούσανε με σεβασμό του Παππού και τη Γιαγιάς το χέρι, κάνοντας μπροστά τους μια βαθειά μετάνοια. Το ίδιο γινότανε και με τον Πατέρα και με την Μητέρα και μ΄ όσους θείου ή θείες βρίσκονταν στο σπίτι.
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων έχουμε κυρίως στην Κεφαλονιά και στην άλλη Επτάνησο την εστιακή τελετή της Παραμονής, που συνδυάζει τη λατρεία της φωτάς και της εστίας (δηλ. της οικογενειακής ενότητας ) με την άμυνα από τα δαιμονικά όντα,τα λεγόμενα εστιακά έθιμα. Μαζεύεται το βράδυ η οικογένεια γύρω από την φωτιά (όπου έχουν ανάψει τρία ενωμένα κούτσουρα, ελιά για τη σοδειά του λαδιού, αμπέλι-κούρβουλο για τη σοδειά του κρασιού και σκίνο για τα δαιμονικά) κι η μητέρα τους φέρνει μια φρεσκοψημένη κουλούρα στρογγυλή, σφραγισμένη στην ένωσή της με την αγία «σφράιση» και που έχει βάλει μέσα ένα νόμισμα. Την παίρνει ο πατέρας και την χαράζει σε κομμάτια,όσοι είναι του σπιτιού, κι ύστερα την δίνει να την πιάσουν όλοι τους γύρω και πάνω απ΄ τη φωτιά.Ο πατέρας παίρνει λάδι και κρασί και το ρίχνει μέσα απ΄ την κουλούρα να πέσει σταυρωτά στη φωτιά, και ψάλλουν τότε όλοι μαζί το « Η γέννησίς σου…».Την ίδια στιγμή τραβάει ο καθένας το κομμάτι του «σπάνε την κουλούρα») και κοιτάνε μήπως τους έτυχε το νόμισμα. Τρώνε ύστερα το κομμάτι τους πίνουν κι από λίγο κρασί, και περνάνε το βράδυ τους με νηστήσιμα φαγητά και με τηγανίτες. Εκτός από τις τελετουργικές λεπτομέρειες του ωραίου εθίμου, αξιοπρόσεκτη είναι η σχεδόν πρωτοχρονιάτική δοκιμή της τύχης, που γίνεται με το νόμισμα. Η «κουλούρα της γωνιάς» μοιάζει τότε με βασιλόπιττα, που κρατεί όμως την πρωτόγονη ελληνική μορφή της, χωρίς τις ευρωπαικές επιδράσεις του gateau des Rois ,με το επίσημο κόψιμο. Το έθιμο αυτό έχει σχέση με την αρχαία λατρεία της Εστίας, που ετιμάτο και από τους Ρωμαίους και από τους Έλληνες επίσης ως εφέστιος,ένοικος, σύνοικος,πατρώα.
Ένα άλλο εστιακό έθιμο των ημερών εκείνων, ήταν και είναι ο στολισμός του σπιτιού με κλαδιά μυρτιάς, σκίνου, δάφνης, κουμαριάς, με τα πορτοκάλια στα πιάτα και στα παραθύρια και το Χριστουγεννιάτικο δέντρο αργότεροα με τα στολίδια του. Τελευταίο εστιακό έθιμο του σπιτιού ήταν το ράντισμα του σπιτιού με τον Αγιασμό του Ιορδάνη.
Με το θαμπό ακόμη ξημέρωμα Των Χριστουγέννων σημαίνουν οι καμπάνες – νωρίτερα από κάθε άλλη φορά – για τον πρωινό όρθρο στην Εκκλησία και οι πιστοί συγκεντρώνονται σιγά-σιγά, ανταποκρινόμενοι στο κέλευσμα «Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός» για να παρακολουθήσουν την λειτουργία και να μεταλάβουν.
Στην «Τράπεζα των Χριστουγέννων», ο μεγάλος λειτουργός ,ο νοικοκύρης του σπιτιού θ’ αναλάβει το κόψιμο και το μοίρασμα του Χριστόψωμου, του βασικού άρτου της γιορτής των Χριστουγέννων, του ευλογημένου ψωμιού του τραπεζιού και του σπιτιού ( που θα στηρίξει τη ζωή του νοικοκύρη και των σπιτικών του, ακόμη και των ζώων και της σοδειάς ),που ευλαβικά έχει ζυμώσει και περίτεχνα φιλοτεχνήσει η νοικοκυρά κι έχει απαραίτητα πάντα στη μέση ένα μεγάλο Σταυρό. Ο πατέρας θα το πρωτοσταυρώσει λέγοντας « χρόνια πολλά » ή ψάλλοντας το « Η γέννησίς σου ». Θα το κόψει και θα μοιράσει στον καθένα την πρώτη φέτα.
Δεύτερη Εκκλησία ,λοιπόν, το Σπίτι μας συγκέντρωνε και συγκεντρώνει τα Χριστούγεννα τα μέλη του σαν πιστούς, κι έχει τη λατρεία του γύρω από την Εστία, κι έχει τις δεήσεις τους με τις ατέλειωτες ευχές. Ιέρεια μεγαλόπρεπη κι αρχοντική, με συγκινητική φροντίδα για την Οικογένειά της ,την ετοιμασία του Σπιτιού και τους Εορτασμούς,στέκεται αιώνες τώρα, πλάι στην «οικογενειακή Εστία» η Ελληνίδα μάνα.
.
Είναι όμορφο, ν’ αναζητούμε και να μαθαίνουμε ό,τι προηγήθηκε, αν θέλουμε να συνεχίσουμε τον ίδιο πολιτισμό. Προσπάθησα κι εγώ δειλά να «προσεγγίσω» τα Χριστούγεννα και να προσφέρω κάτι από το μοσχοβόλημά τους. Οδηγοί και Δάσκαλοί μου η λίγη Πίστη μου, ο σεβασμός κι η αγάπη μου για τον τόπο μας και τα λίγα από τα λίγα βιβλία που διάλεξα .Τίποτε απ΄ όσα έγραψα δεν είναι δικό μου, όλα δικά τους είναι ,κι αν αδέξια τα ταίριαξα αναμεταξύ τους, θα ήθελα να μου το συχωρέσεις, ευγενικέ μου αναγνώστη. Εσύ, που υπομονετικά ακούμπησες τη ματιά σου σε τούτο το κείμενο, δέξου σε παρακαλώ -αποχαιρετιστήριο αντίδωρο – τα λόγια ενός μεγάλου, που με σεβασμό κι ευγνωμοσύνη πάντα τον θυμάμαι, του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Άλλωστε δικά του είναι και τα λόγια στην εισαγωγή μου.
«……………………………………………………………………………………………………………..
Πιστεύω ότι οι άνθρωποι χωρίς να ξέρουν τι τους λείπει, θέλουν ωστόσο να προετοιμάσουν την ψυχή τους για να υποδεχθεί τα γεγονότα που έρχονται. Ξέρουν ή διαισθάνονται ότι τα γεγονότα που έρχονται είναι πολύ κρίσιμα, ίσως και φοβερά. Τι τους απομένει να μάθουν ή να διαισθανθούν, Κάτι ελάχιστο,που ωστόσο μπορεί να γίνει μεγάλο για την ψυχή τους. Α ν ά -μ ε σ α σ τ α ε ρ χ ό μ ε να υ π ά ρ χ ε ι κ α ι ο Ε ρ χ ό μ ε ν ο ς. Ο αιώνια Ερχόμενος.» Ο ων ο ήν και ο ερχόμενος». Αν τα γεγονότα που έρχονται είναι κρίσιμα και φοβερά, ο Ερχόμενος είναι πράος και απαλός. Χτυπάει τη θύρα τους τόσο ήμερα και διακρι-τικά που δεν τον ακούνε. Ωστόσο μπορούν να τον ακούσουν. Θα τον ακούσουν σήμερα λίγοι, αύριο περισσότεροι. Και θα του ανοίξουν τη θύρα για να μπεί. Και θα δειπνήσει μαζί τους.*
Καλά Χριστούγεννα !
Βιβλιογραφία
Γρηγοριάδου Εφη,Εδεσματολόγιον Χριστουγέννων των αλησμόνητων Πατρίδων, Εκδόσεις Σαβάλας,Αθήνα,2011
Κανελλόπουλος Παναγιώτης,Ο Χριστιανισμός και η εποχή μας, ,Πυρσός ,Αθήναι,1952
Κισιώτης Στέφανος, Ορθόδοξα Ελληνικά Χριστούγεννα (Συλλογή–επιμέλεια),Εκδόσεις Τέρτιος, Κατερίνη , 1997
Λουκάτος Δημ. ,Χριστουγεννιάτικα και των Γιορτών, Εκδόσεις Στρ. Φιλιππότη, Αθήνα, 1997
..__________________
*
« Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω.εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν,και εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ΄αυτού και αυτός μετ΄ εμού » (Αποκ. 3,20)