Σε τούτα εδώ τα μέρη της Αιτωλίας βρίσκονται οι ρίζες μου. Από το Αγρίνιο ταξίδευα με το τρένο για το Αγγελόκαστρο και ύστερα από τρία τέταρτα όμορφης διαδρομής ανάμεσα σε περιβόλια με λεμονοπορτοκαλιές, ξεχώριζα τα μεγάλα αιωνόβια πλατάνια του σταθμού στο Αγγελόκαστρο.
Στο σταθμό τις περισσότερες φορές όταν πήγαινα μόνος μου με περίμενε ο αγωγιάτης που έστελνε η νονά μου, για να με μεταφέρει στο χωριό.
Με έβαζε καβάλα πάνω στ’ άλογο, ενώ αυτός περπατούσε σιγά – σιγά μπροστά κρατώντας γερά τα λουριά του.
Στο δρόμο ανταλλάζαμε πολύ λίγες κουβέντες γιατί στο στόμα του υπήρχε μόνιμα ένα τσιγάρο σέρτικο Αγρινίου κι από τη μύτη του έβγαινε συνέχεια καπνός σαν τσιμινιέρα εργοστασίου.
Ψηλά απ’ το άλογο ο κόσμος μου φάνταζε καλύτερα. Περνούσαμε δίπλα από ανθισμένα περιβόλια. Από χαμηλά πλινθόκτιστα σπιτάκια, που τριγύρω τους έπαιζαν πάντα ένα τσούρμο παιδιά.
Ανάμεσα σ’ αυτά τα χαμηλόσπιτα φάνταζαν πολύ όμορφα τα σπίτια της εταιρίας «Λυσιμαχία». Εδώ έμεναν οι υπεύθυνοι της εταιρίας όσα χρόνια διαρκούσε το έργο της εκρίζωσης του υδροχαρούς δάσους της Λυσιμαχίας. Λίγο παρακάτω άρχιζε να φαίνεται ο ποταμός Δίμηκος. Εδώ σταματούσαμε για να χαιρετήσουμε τους ψαράδες που ψάρευαν χέλια και άλλα ψάρια που ανέβαιναν να συναντήσουν τα πλούσια νερά της Λυσιμαχίας και της Τριχωνίδας.
Ακόμα και σήμερα ο μικρός ποταμός Δίμηκος, ο Κύαθος των αρχαίων, οδηγεί το πλεόνασμα των νερών της Τριχωνίδας και της Λυσιμαχίας στο μεγάλο ποταμό, τον «αργυροδίνη» Αχελώο και δίνει μεγαλύτερη ζωή στο Δέλτα του Αχελώου και στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου.
Μόλις αφήναμε τον Δίμηκο, το άλογο άρχιζε ν’ αγκομαχάει καθώς ανεβαίναμε τον ανηφορικό δρόμο προς το χωριό.
Αριστερά και δεξιά στα λιβάδια έβοσκαν μικρά κοπάδια από πρόβατα. Χίλια μύρια πολύχρωμα λουλούδια φύτρωναν στις άκρες του δρόμου: ανεμώνες, παπαρούνες, ίριδες, γλαδιόλες και κρινάκια. Ενώ ο αέρας που με χτύπαγε στο πρόσωπο μύριζε συχνά σχίνο, ρείκι, και ασφάκα.
Κάθε λίγο και λιγάκι χαιρετούσαμε τους συγχωριανούς μας που κατέβαιναν για τις αγροτικές δουλειές τους στον κάμπο.
Όταν φθάναμε στη Ράχη, εκεί σταματούσαμε για να αγναντέψουμε το χωριό μας.
Το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να σταυροκοπηθούμε κοιτάζοντας το μοναστήρι του Παντοκράτορα στον απέναντι λόφο, την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων σχεδόν μπροστά μας και αριστερά στο βάθος το κάστρο με το ξωκλήσι του Αη – Γιώργη.
Μπροστά μας μέσα σε μικρή κοιλάδα βρισκόταν το χωριό. Απ’ τα μικρά όμορφα κεραμιδοσκέπαστα σπίτια οι μπουχαρίδες κάπνιζαν σχεδόν πάντοτε.
Από τον τρούλο των Αγίων Αποστόλων οι πελαργοί πότε λελέκιζαν και πότε πετούσαν για την Κακαβαριά για να βρουν την τροφή τους.
Στο βάθος κάτω από τους Αγίους Αποστόλους, διακρίνονταν το σπίτι της νονάς μου, το σπίτι του Γουλιμή (του πολιτικού που ήταν αιτία να χάσει τις εκλογές και την πρωθυπουργία ο Χαρίλαος Τρικούπης). Η νονά μου, ήταν η κόρη του Μιλτιάδη Γουλιμή, και την έλεγαν Μαρία Καρατσάλου Γουλιμή. Η Καρατσαλίνα μου! Όλες οι εικόνες εδώ μου φαίνονται και σήμερα ακόμη αναλλοίωτες. Μ’ αρέσει να αγναντεύω από ψηλά το χωρίο και να περπατάω στα σοκάκια του ανάμεσα από παλιά σπίτια. Και ύστερα παίρνω τον ανήφορο και πηγαίνω ανατολικά προς το μοναστήρι του Παντοκράτορα.
Το μοναστήρι αυτό είναι αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Χριστού. Ο χώρος είναι περιτοιχισμένος και τα κτήρια βρίσκονται στην ανατολική και τη δυτική πλευρά. Το καθολικό βρίσκεται στο κέντρο της αυλής και ανήκει στο σύνθετο εκείνο τύπο που σχηματίζει τρίκλιτη βασιλική στην κάτοψη και στην άνοψη σταυροειδή μετά τρούλου.
Το μοναστήρι ανακαινίστηκε το 1746 όπως αναφέρει η κτητορική επιγραφή του: «Ανακαινίσθη εκ βάθρων ως οράται εξ αυτοχθόνων Αιτωλών φιλοθέων δια συνδρομής».
Ο ναός είναι αφιερωμένος και στον Άγιο Χαράλαμπο γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, το μοναστήρι χτίστηκε στο χώρο όπου παλαιότερα υπήρχε μικρό εκκλησάκι του Αγίου. Σημαντικά είναι τα κειμήλια που φυλάσσονται στον ιερό χώρο του μοναστηριού: αργυρές λειψανοθήκες, σκαλιστός σταυρός, ιερά λείψανα και εικόνες.
Εδώ υπάρχει πραγματική γαλήνη. Τη σιωπή του ησυχαστηρίου σπάνε μόνο τα κελαηδίσματα των πουλιών και το θρόισμα του αγέρα.
Αφού ανάψω το κερί μου η γερόντισσα ηγουμένη πολλές φορές με καλεί στο αρχονταρίκι για να με φιλέψει καφέ και γλυκό φράπα ή νεραντζάκι από τα δέντρα του μοναστηριού.
Σε περίπτωση όμως που δεν θα δω την ηγουμένη, τότε ανοίγω τη μεγάλη δυτική πόρτα του μοναστηριού και κάθομαι κάτω απ’ τα γιγαντωμένα δέντρα και ειδικά κάτω απ’ το μεγάλο πουρνάρι κι αγναντεύω το χωριό. Στο βάθος απλώνονται οι καταπράσινοι λόφοι και τα λιοστάσια και στον ορίζοντα τα ξηρομερίτικα βουνά.
Κάθε φορά που βρίσκομαι εδώ, περνούν μπροστά μου κομμάτια, εικόνες απ’ την ιστορία αυτού του τόπου. Εκεί λοιπόν απέναντι στα δεξιά, στο λόφο Καστρί, πιστεύεται ότι υπήρχε η αρχαία Κωνώπη. Ο ιστορικός Πολύβιος την τοποθετεί στην ανατολική όχθη του Αχελώου, ενώ ο Στράβων στα «Γεωγραφικά» του αναφέρει: «Υπήρχε και η Λυσιμαχία κοντά, εξαφανιζόμενη σήμερα κοντά στη λίμνη τη λεγόμενη σήμερα Λυσιμαχία και παλιά Ύδρα, ανάμεσα στην Πλευρώνα και την πόλη Αρσινόη. Αυτή ήταν παλαιά κώμη που την έλεγαν Κωνώπη. Την έχτισε η Αρσινόη, γυναίκα και αδελφή μαζί του δεύτερου Πτολεμαίου, σε επίκαιρη θέση κοντά στη διάβαση του Αχελώου».
Κατά τον 3ο αι. π.Χ. η Κωνώπη μετονομάστηκε σε Αρσινόη προς τιμήν της Αρσινόης, κόρης του Πτολεμαίου Α’ του Σωτήρα. Αυτή όταν επισκέφθηκε την περιοχή κατά το 285 π.Χ. αξιοποίησε την πόλη με κτίρια και διάφορα έργα,
Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Ε’ πέρασε από την περιοχή το 218 π.Χ. με το στρατό του και κατέστρεψε την πόλη.
Το 2ο αι, π.Χ. η Αρσινόη υποτάχθηκε στους Ρωμαίους και για πολλούς αιώνες έσβησε το άστρο της. Κατά τον 11ο αιώνα πιστεύεται ότι στην περιοχή εμφανίζεται μικρή βυζαντινή πόλη με το όνομα Αχελώος, που ήταν έδρα επισκοπής και μεγάλο κέντρο εμπορίου.
Το Αγγελόκαστρο κάνει την εμφάνισή του στην ιστορία τον 13ο αιώνα και παίρνει το όνομά του από τους Αγγελώνυμους Κομνηνούς, όταν ίδρυσαν το δεσποτάτο τους στην Ήπειρο και την Αιτωλία.
Σχεδόν απ’ όλα τα σημεία της αιτωλικής πεδιάδας ο λόφος του Αγγελοκάστρου είναι ορατός. Ανάμεσα στα πεύκα βρίσκεται το ερειπωμένο κάστρο του Αγγελοκάστρου, αλλά και ο μικρός ναός του Αγίου Γεωργίου. Το φρούριο είναι κτίσμα των Αγγελοδουκάδων Κομνηνών και πιστεύεται ότι κατασκευάστηκε στα μέσα του 13ου αιώνα. Προς τα τέλη του 13ου ή στις αρχές του 14ου αιώνα πιστεύεται ότι ανεγέρθηκε και ο ναός του Αγίου Γεωργίου, που στη βάση του έχει μεγάλες επεξεργασμένες πέτρες από τα ερείπια της αρχαίας Αρσινόης.
Από το κάστρο σήμερα σώζονται μόνο μικρά τμήματα. Το μεγαλύτερο όμως κομμάτι του είναι ορατό από πολλά σημεία της αιτωλικής πεδιάδας.
Η περιγραφή του κάστρου γίνεται από τον Τούρκο περιηγητή Εβλία Τσελεμπή, ο οποίος τον 17ο αιώνα πέρασε από την περιοχή. Στο «Ταξίδι στην Ελλάδα» αναφέρεται: «Το τετράγωνο φρούριο του Άγγελο – καστρί βρίσκεται κοντά στη λίμνη, πάνω σε μια ψηλή ράχη, ανάμεσα σε λόφους και κοιλάδες. Είναι ωραίο, κτισμένο με κατεργασμένες μαρμαρόπετρες. Η περίμετρός του από την εξωτερική πλευρά είναι χίλια μεγάλα βήματα. Ενώ αν μετρήσεις τις επάλξεις του, βρίσκεις πως έχει 200 βήματα μήκος και 100 πλάτος. Πρόκειται δηλαδή για φαρδύ φρούριο. Γενικά είναι ψηλό και όμορφο κτίσμα και έχει τρεις ορόφους».
Και συνεχίζει για το Αγγελόκαστρο: « Τριακόσια σπίτια με κεραμίδια, με αμπέλια και μποστάνια και πεπόνια είναι όλο κι όλο το προάστιο».
Το Αγγελόκαστρο άλλοτε καταλαμβάνεται από τους Αλβανούς, άλλοτε από τους Ιταλούς του Καρόλου Α’ του Τόκου και από τους Τούρκους το 1460. Καταστράφηκε το 1687 μετά την επιδρομή των Βενετών στην Αιτωλία.
Κατά τη διάρκεια των Ορλωφικών το 1770, ο Αγγελοκαστρίτης οπλαρχηγός Γεώργιος Γουλιμής, ή Λαχούρης, μαζί με τον οπλαρχηγό του Ξηρόμερου Χρήστο Γρίβα, μετά την αποτυχημένη πολιορκία του Αγρινίου στις 23 Μαρτίου, οχυρώθηκαν κοντά στη γέφυρα του Αγγελοκάστρου και πολέμησαν ηρωικά, αλλά έπεσαν μαζί με τα παλικάρια τους για την τιμή και την ελευθερία τους.
Οι Τούρκοι κάρφωσαν τα κεφάλια του Γουλιμή και του Γρίβα σε πασάλους για παραδειγματισμό. Τα σώματα των αγωνιστών παρέμειναν άταφα και η περιοχή πήρε το όνομα «Των Γριβαίων τα κόκαλα». Έτσι ονομάζεται ακόμα και σήμερα. Το Αγγελόκαστρο πάντα έδωσε με τον καλύτερο τρόπο το «παρών» ενάντια στους κατακτητές, στην Επανάσταση του ’21, στους πολέμους ενάντια στους Τούρκους σε όλα τα σημεία της Ελλάδας, αλλά και στη Μικρά Ασία, καθώς επίσης και ενάντια στο Γερμανό κατακτητή. Ο λόφος του Αγγελοκάστρου, εκεί ψηλά απ’ τον Άη – Γιώργη είναι το καλύτερο μπαλκόνι της Αιτωλίας. Μπροστά μας απλώνεται ένας από τους πιο πλούσιους κάμπους της Ελλάδας. Στο βάθος αριστερά τα ξηρομερίτικα βουνά, η λίμνη Οζερός, ο Αχελώος, στο κέντρο το Αγρίνιο, ενώ στα δεξιά, στην άκρη του οπτικού μας πεδίου βρίσκεται η λίμνη Λυσιμαχία, η «λίμνη του Αγγελοκάστρου» όπως την αποκαλεί ο μεγάλος μας ποιητής Κωστής Παλαμάς:
«Ξέρω δυο λίμνες ξωτικές, δυο λίμνες αδερφάδες, τη Λίμνη του Αγγελόκαστρου του Βραχωριού την άλλη».
Κάτω απ’ το λόφο του Άη – Γιώργη πέρνάει ο Δίμηκος, ο Κύαθος, κι όπως προαναφέραμε τα νερά των δύο λιμνών που περισσεύουν τα παίρνει δυτικά και νότια προς τον Αχελώο.
Ο αρχαίος ιστορικός Πολύβιος αναφέρει αυτό το μικρό ποτάμι με το όνομα Κύαθος, όνομα που για τους αρχαίους σήμαινε αντλητήριο δοχείο αλλά και μονάδα μέτρησης υγρών, επειδή αντλούσε τα νερά του από τις δύο λίμνες. Σύμφωνα επίσης με τη μυθολογία, ο Ηρακλής ύστερα από πάλη σκότωσε τον Κύαθο.
Ο ποιητής μας Γεώργιος Δροσίνης σε άρθρο που έγραψε το 1885 με τον τίτλο «Η λίμνη του Αγγελοκάστρου» αναφέρεται στις συγκλονιστικές στιγμές που έζησε ανεβαίνοντας τον Δίμηκο προς τη Λυσιμαχία με βάρκα: «Και νομίζει τις ότι αποσυντίθεται, αναλύεται βαθμηδόν, εκλείπει ως άτομον και συνταυτίζεται μετά της πέριξ φύσεως…».
Στα βόρεια, λίγο πιο πάνω απ’ τον Δίμηκο, παλαιότερα υπήρχε το μεγαλύτερο παραλίμνιο δάσος της Ελλάδας: το δάσος της Λυσιμαχίας και έφθανε μέχρι το σιδηροδρομικό σταθμό του Αγγελοκάστρου. Ήταν πλούσιο και πυκνό δάσος που αποτελούνταν από φράξους, ιτιές, σκλήρθρα, πλάτανους, λεύκες, λυγαριές και καλαμιώνες. Στην περιοχή έβρισκαν τότε καταφύγιο ο Λύγκας και άλλα σπάνια ζώα.
Το υδροχαρές αυτό δάσος άρχισε να εκριζώνεται το 1915 από την εταιρεία «Λυσιμαχία» και τελείωσε πριν από τη γερμανική κατοχή. Τη θέση των βαλτόδεντρων πήραν σήμερα οι ελιές, τα εσπεριδοειδή, τα μποστάνια και τα καλαμπόκια.
Στ’ αριστερά του λόφου τα’ Άη – Γιώργη στο βάθος διακρίνεται από ψηλά ο συνοικισμός Σταθμός, ο οποίος αναπτύχθηκε εξαιτίας του σιδηροδρόμου που κατασκεύασε ο Χαρίλαος Τρικούπης. Η λειτουργία της γραμμής Αγρίνιο – Αγγελόκαστρο – Μεσολόγγι – Κρυονέρι σταμάτησε το 1973 για οικονομικούς λόγους. Από τότε εγκαταλείφθηκαν στην αδιαφορία οι σταθμοί, οι γέφυρες, οι γραμμές αλλά και τα κομμάτια απ’ τις προσωπικές μας αναμνήσεις. Σήμερα γίνονται πάλι σκέψεις για την επαναλειτουργία αυτής της γραμμής. Κάτι που όλοι το περιμένουμε, να ξαναδούμε το τρένο να κυλάει ανάμεσα από τους υγροτόπους, απ’ τα ρουμάνια, τα ποτάμια και τις κοιλάδες της Αιτωλίας.
Στην Αιτωλία, στις δυτικές απολήξεις του Αράκυνθου, βρίσκεται το Αγγελόκαστρο.
Πατρίδα ζηλευτή, με ιστορία και τιμή. Το κάστρο των Αγγέλων.
* Περισσότερες πληροφορίες για την οικογένεια Γουλιμή, μπορεί να βρει κανείς στο καταπληκτικό άρθρο του φίλου μου Ευθυμίου Πριόβολου: http://aggelokastro-news-aggelokastro.blogspot.gr/2015/04/blog-post_27.html