Λίγα χιλιόμετρα έξω από τα Γιάννενα ένας στενός και φιδίσιος δρόμος οδηγεί στα Ζαγοροχώρια ή Ζαγόρι, μία κλειστή και με άγρια ομορφιά περιοχή, μεταξύ της Τύμφης, του Σμόλικα, της κοιλάδας του Αώου της ψηλής περιοχής του Μετσόβου και του Μιτσικελίου. Το όνομα της περιοχής, όπου βρίσκονται συνολικά 46 χωριά, οφείλεται στο ότι βρίσκεται κάτω από το όρος Μιτσικελί, “Ζαγορά”, στα σλαβικά σημαίνει “πίσω από το βουνό”.
Διαιρείται στο Ανατολικό, Κεντρικό και Δυτικό Ζαγόρι με εξαίρεση το Δυτικό, τα υπόλοιπα Ζαγοροχώρια, βρίσκονται στη ορεινή περιοχή με πολλά γραφικά τοπία. Την εποχή του Βυζαντίου αποτελούσε τοπαρχία και όπως μαρτυρούν οι πολλές μονές και τα άλλα κτίσματα είχε μεγάλη αίγλη.
Τον 15ο αιώνα κατακτήθηκε από τους Τούρκους και κατά το 17ο αιώνα της παραχώρησαν αυτονομία και ειδικά προνόμια.
Η αυτονομία σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη βιοτεχνία, το εμπόριο και τα γράμματα, αυτό βοήθησε στην οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της περιοχής.
Από τα μέσα του 18ου αιώνα πολλά χωριά φημίζονταν για τον πλούτο τους και οι Ζαγορίτες έμποροι και λόγιοι κατείχαν σημαντικές θέσεις στα Γιάννενα και την Κωνσταντινούπολη.
Ανάμεσα στις απόκρημνες χαράδρες των βουνών, υπάρχουν βαθιά φαράγγια “φαγωμένα” από τα ορμητικά νερά και από τις γεωλογικές ανακατατάξεις.
Τα πλευρά τους είναι γεμάτα από τραχιές προεξοχές σημεία ξεκούρασης για τα αρπακτικά πουλιά που φωλιάζουν σε τούτα εδώ τα μέρη.
Στις πλαγιές αυτών των άγριων φαραγγιών, βρίσκονται κυριολεκτικά σκαρφαλωμένα πετρόχτιστα σπίτια που φαντάζουν σαν φωλιές περήφανων αετών.
Το Ζαγόρι, όπως βρίσκεται ριγμένο πίσω από το βουνό, αν το κοιτάξεις από την κορυφή του Μιτσικελιου, η καρδιά σφίγγεται από την πρώτη επαφή με τα τοπία.
Εδώ στα βουνά του Ζαγορίου, πάνω από τη Βίτσα και δίπλα στο Μονοδένδρι, βρίσκεται το στενό και βαθύ φαράγγι του Βίκου, “λαβωματιά στα σωθικά της γης”. Χάος από κοτρόνια και μυτερούς, απότομους βράχους, που ανάμεσά τους αφρίζουν τα νερά του ποταμού Βίκου. Η λέξη Βίκος μάλλον είναι και αυτή σλαβική και σημαίνει “τόπος που παράγει ήχο”. Η χαράδρα του Βίκου έχει ύψος 1.100 μ. και διανοίχτηκε από το ομώνυμο ποτάμι με τη διάβρωση των πετρωμάτων που χρονολογούνται από τον Κατώτερο Κρητιδικό μέχρι και το Νεώτερο Ηωκαίνο (105 έως 60 εκατομμύρια χρόνια πριν).
Ο Ελβετός Frederic Boissonnas, ένας από τους πρώτους ορειβάτες (φωτογράφος) που κατέκτησαν τις κορυφές του Ολύμπου, όταν επισκέφθηκε το φαράγγι του Βίκου ενθουσιάστηκε: “Ο Βίκος είναι η πιο μεγάλη χαράδρα του Ζαγορίου. Οι απόκρημνες πλευρές της, που είναι πολλές εκατοντάδες μέτρα ψηλές, φαίνονται σαν πελεκημένες με το τσεκούρι από κάποιον θεό”, έγραψε χαρακτηριστικά.
Ο Ιωάννης Ν. Νικολαίδης, στο βιβλίο του “Ζαγόρι” “Ο τερπνός κήπος της καλλιγόνου Ηπείρου” γράφει: “Στις σχισμές των βράχων με τις τόσες χρωματικές παραλλαγές, ίδια μουσική κλίμακα, κόκκινοι, σταχτί, καφέ, πράσινοι, άσπροι βράχοι, πανύψηλοι, μονοκόμματα χυτοί, ή σα να χουν χτιστεί από χέρι ανθρώπινο, στις σχισμάδες λοιπόν, και στα φρύδια των βράχων ή φύση έχυσε το βάλσαμό της, γλύκανε ο τόπος και ξεπετάχτηκε από τα σπλάχνα των βράχων, πλούσια χλωρίδα, παρθένα βλάστηση, θάμνοι και δένδρα που θέριεψαν με στέρηση, πουρνάρι, πεύκο, έλατο, φράξος και χόρτο άφθονο, τροφή των αγριόγιδων, που χαίρονται παίζοντας με τον ίλιγγο, και βότανα που διάλεξαν για κατοικία τους τις πιο απόκρημνες πλαγιές, πρόκληση για τους ανθρώπους που τα κυνηγούσαν, τους πρακτικούς γιατρούς του παλιού καιρού”.
Στο Μονοδένδρι, αξίζει να θαυμάσουμε τα πετρόχτιστα αρχοντικά, τα πλακόστρωτα ανηφορικά δρομάκια και τις εκκλησίες, όλα χτισμένα με την γκρίζα πέτρα των τριγύρω βράχων. Από εδώ ξεκινάει το πλακόστρωτο δρομάκι που οδηγεί στο Μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής, το οποίο μοιάζει κρεμασμένο στο χείλος του φαραγγιού. Το καθολικό της μονής είναι η παλαιότερη σωζόμενη εκκλησία στο Ζαγόρι.
Σύμφωνα με την επιγραφή της εισόδου κτίσθηκε το 1413-14 από τον βοεβόδα Μιχαήλ Θεριανό.
Η θέα εδώ είναι μοναδική. Στο βάθος της χαράδρας, εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω κυλάει ο Βίκος. Το μάτι δεν χορταίνει το μεγαλείο της ανυπότακτης φύσης.
Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος στο βιβλίο του “Ελληνικοί Ορίζοντες”, γράφει στο κεφάλαιο “Ηπειρώτικη Συμφωνία”.
“Το ηπειρωτικό τοπίο δεν υποτάσσεται. Το νιώθεις πως από στιγμή σε στιγμή γίνεται πιο επιβλητικό, πιο βαρύ και πιο θελκτικό. Είναι το θέλγητρο της φυσικής ρώμης, μια αιώνια εφηβεία, γεμάτη πίστη στον εαυτό της, γεμάτη χυμούς ζωής και μυστική αναγάλλια. Τα βουνά να διαδέχονται τα βουνά κι οι κορφές να πυργώνονται σε ύψη απρόσιτα και να γίνεται ο κατάφωτος ουρανός ένα ποτάμι ανάστροφο και ν` ανεβαίνει κι ο περαστικός με συντροφιά το ποτάμι, με συντροφιά τα πλατάνια και να μη μπορεί καμιά παρακμή και καμιά φθορά να στοχασθεί, ακόμα κι από τη σάρκα του, εννοώ την απληστία του να γυμνώνεται και να κατακάθεται μέσα του καθάριο το φως κι ο αγέρας δροσάτος”.
Εδώ οι αισθήσεις μαγεύονται από το τραγούδι του Βραχοτσοπανάκου, το πέταγμα του Χρυσαετού, από τις γλυκές ευωδιές των λουλουδιών και από το θρόισμα των φύλλων των Αγριοκαστανιών. Οι βράχοι υψώνονται τεράστιοι, χρωματιστοί, σκισμένοι και γδαρμένοι από τα καιρικά φαινόμενα, με πολλές σπηλιές και ανοίγματα. Εδώ, λίγο πιο πέρα από το μοναστήρι, το αχνοσκαμμένο μονοπάτι πάνω στη ορθοπλαγιά μας οδηγεί σε μια σπηλιά, όπου κρύβονταν οι κατατρεγμένοι κάτοικοι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Πάνω από το Μονοδένδρι, υπάρχει δρόμος που οδηγεί στην Οξιά, το μπαλκόνι του Βίκου, απ` όπου φαίνεται σχεδόν ολόκληρο το φαράγγι.
Από το Μονοδένδρι, δίπλα από την ενοριακή εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, η οποία κτίσθηκε το 1804, ξεκινάει το απότομο κατηφορικό μονοπάτι, που οδηγεί στο βάθος του φαραγγιού.
Η διαδρομή περνάει μέσα από πλούσια δάση φυλλοβόλων. Οι αχτίδες του ήλιου με δυσκολία περνούν μέσα από τα φυλλώματα. Η ποικιλία των φυλλοβόλων στην περιοχή είναι μεγάλη: κρανιές, ασημοφλαμουριές, γαύροι, σφεντάμια, αγριοκερασιές, οστριές, διάφορα είδη δρυός, αλλά και πικροκαστανιές ή αγριοκαστανιές. Το είδος αυτό είναι ιθαγενές της νοτιοανατολικής Ευρώπης και η περιοχή του Βίκου είναι μια από τις ελάχιστες στην Ελλάδα όπου βρίσκεται το δένδρο αυτοφυές.
Φθάνοντας στο ποτάμι βρίσκουμε το γεφύρι του Μίσιου. Ακολουθούμε την κοίτη του ποταμού προς τα αριστερά. Εδώ είναι η αρχή για το πέρασμα του φαραγγιού. Η χαράδρα του Βίκου αρχίζει ουσιαστικά από τη θέση “Στενά”, κάτω από το Τσεπέλοβο, κοντά στο μοναστήρι του Ρογκοβού. Πολλοί αρχίζουν την περιήγηση τους στο φαράγγι από το γεφύρι του Κόκκορου ή από το γεφύρι του Μίσιου και ακολουθούν την κατεύθυνση των νερών προς τα βόρεια. Από τα 367 γεφύρια που έχουν καταγραφεί στην Ήπειρο τα 140 βρίσκονται στην περιοχή των Ζαγοροχωριών, και αποτελούν μνημεία, μοναδικής λαϊκής αρχιτεκτονικής. Μερικά απ` αυτά είναι τα Καλογερικό, στους Κήπους, του Κοκκόρου, του Μισίου, του Λάκκου, τα γεφύρια της Σκάλας, της Κόνιτσας, της Κλειδωνιάβιστας κ.α.
Οι πλευρές του φαραγγιού εδώ είναι κατακόρυφες και σε πολλά σημεία το ύψος τους φτάνει τα 700-800 μ. Ανάμεσά τους, στη στενή γαλάζια λωρίδα του ουρανού, σχηματίζουν κύκλους οι ασπροπάρηδες. Τριγύρω κυριαρχεί η μυρωδιά των βράχων, του νερού και των βοτάνων, τα οποία φυτρώνουν όπου υπάρχει λίγο χώμα, ακόμα και στις σχισμάδες των βράχων.
Ο καθηγητής Βοτανικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Κ. Γκανιάτσας, το 1970, στην εργασία του με τίτλο “Βοτανική έρευνα επί της χαράδρας του Βίκου” καταγράφει 219 είδη φυτών που φυτρώνουν εδώ. Απ` αυτά, τα 52 τα χαρακτηρίζει δηλητηριώδη και φαρμακευτικά. Αυτά τα βότανα μάζευαν παλιά οι πρακτικοί γιατροί της περιοχής, οι λεγόμενοι Βικογιατροί (ή κομπογιαννίτες, καλογιατροί, ματσουκάδες, σακουλιαραίοι κ.α.) και τα χρησιμοποιούσαν για να θεραπεύουν διάφορες ασθένειες.
Υπήρχαν αρκετοί Βικογιατροί στο Καπέσοβο, στο Κουκούλι, στο Μονοδένδρι, στη Βίτσα, στο Βραδέτο.
Τα τελευταία χρόνια πολλές αποστολές επιστημόνων, φαρμακολόγων, βοτανικών, γιατρών και βιολόγων από πανεπιστήμια του εξωτερικού επισκέπτονται τον Βίκο για να μελετήσουν τα φαρμακευτικά φυτά.
Το ποτάμι κατεβάζει άφθονο νερό από τον Οκτώβριο έως τον Ιούνιο. Μετά στεγνώνει και το πέρασμα του φαραγγιού είναι πιο εύκολο. Αριστερά και δεξιά στις όχθες σχηματίζονται όμορφα, πυκνά παραποτάμια δάση από ιτιές, πλατάνια, φράξους, σφεντάμια, κρανιές, αγριοκαστανιές, αγριομηλιές, πουρνάρι, κέδρα, αρκοδοπουρνάρια, ενώ πλούσιοι κισσοί σφιχταγκαλιάζουν τους αιωνόβιους κορμούς.
Το μισοσβησμένο μονοπάτι πηγαίνει πότε από τη μια όχθη και πότε από την άλλη. Η διάσχιση του φαραγγιού διαρκεί περίπου 8 ώρες. Κοντά στην έξοδο του φαραγγιού κάπου κάτω από το χωριό Βίκος βρίσκονται οι ονομαστές πηγές του Βοϊδομάτη, όπου το νερό βγαίνει με “μάτια” μέσα από τη κοίτη.
Το ποτάμι κατεβαίνει προς τα δυτικά, διασχίζοντας το κάτω μέρος της χαράδρας. Τα νερά στο πέρασμά τους συναντούν τα μοναστήρια των Αγίων Αναργύρων και της Σπηλιώτισσας που είναι πνιγμένα απ` την πυκνή βλάστηση.
Τα νερά του, στην έξοδό τους από το φαράγγι κυλούν κάτω από το γεφύρι της Κλειδωνιάς, και λίγο μετά χύνονται στον Αώο κοντά στην περιοχή του Λιατοβουνίου, μετά από δω κι οι δύο μαζί πορεύονται για να χυθούν στην Αδριατική.
Το φαράγγι του Βίκου είναι η ραχοκοκαλιά του Εθνικού Δρυμού Βίκου-Αώου
Ο Εθνικός Δρυμός Βίκου-Αώου, ιδρύθηκε το 1973 και περιλαμβάνει στη ζώνη προστασίας του το φαράγγι του Βίκου και τη χαράδρα του Αώου
Ο πυρήνας του με έκταση 3.412 εκταρίων, περιλαμβάνει το φαράγγι του Βίκου, ενώ η περιφερειακή ζώνη (12.225 εκτάρια) απλώνεται στη χαράδρα του Αώου, στην περιοχή των χωριών Μικρό και Μεγάλο Πάπιγκο και σε μια στενή ζώνη γύρω από το φαράγγι.
Τα δένδρα που κυριαρχούν στον Δρυμό είναι το μαυρόπευκο, η όξια και στα ψηλότερα σημεία, το ρόμπολο. Υπάρχουν, επίσης, έλατα, κέδρα, σφενδάμια, φλαμουριές, βελανιδιές, γαύροι, οστρίες, αγριοκαστανιές, φράξοι κ.α. Στις ρεματιές, κοντά στο νερό, ευδοκιμούν πλατάνια, ιτιές και σκλήθρα.
Χάρη στην ποικιλία των βιοτόπων και στο μικροκλίμα τις περιοχής, η χλωρίδα του Βίκου Αώου είναι πλούσια σε σπάνια και απειλούμενα είδη. Την περιοχή, τα τελευταία χρόνια την μελετά ο Γάλλος βοτανικός Πιέρ Οτιέ. Υπολογίζεται ότι στην περιοχή υπάρχουν πάνω από 1200 είδη φυτών.
Στο Βίκο υπάρχει το ενδημικό είδος Centaurea pawlowskii και στη χαράδρα του Αώου τα ενδημικά Onosma epiroticum, Minuartia pseudo saxifraga. Εδώ επίσης συναντάμε πολλά φυτά της Βαλκανικής όπως η Centaurea epirotica, το Lillium albanicum, to Lillium candidum, η Campanula albanica κ.α. Στην περιοχή συναντάμε ενδημικά φυτά της Ελλάδας, της Βόρειας Πίνδου, της Βαλκανικής και μερικά των Άλπεων.
Όσον αφορά στην πανίδα, στον Δρυμό ζουν λιγοστές αρκούδες, αγριόγιδα, αγριογούρουνα, λύκοι, αγριόγατοι, ζαρκάδια και βίδρες, που βρίσκουν καταφύγιο στις όχθες των ποταμών. Στην περιοχή του δρυμού ίσως να ζει και ο Λύγκας.
Στο Δρυμό έχουν καταγραφεί πάνω από 110 είδη πουλιών. Φωλιάζουν σπάνια αρπακτικά, όπως ο χρυσαετός, το όρνιο, ο ασπροπάρης, ο σταυραετός, ο φιδαετός, ο χρυσογέρακας, ο πετρίτης και η ποντικοβαρβακίνα.. Αλλά σπάνια είδη είναι οι δρυοκολάπτες, ο νεροκότσυφας, και οι παπαδίτσες.
Η περιοχή είναι, επίσης, ,πλούσια σε αμφίβια, ερπετά και ψάρια στους ποταμούς Αώο και Βοϊδομάτη. Από το Βοϊδομάτη ο δρόμος ανεβαίνει με μεγάλες στροφές ως το Πάπιγκο. Το χωριό χωρίζεται σε δυο συνοικισμούς, το Μικρό και Μεγάλο Πάπιγκο.
Από το Μικρό Πάπιγκο μπορεί να φθάσει κανείς στο ορειβατικό καταφύγιο της Αστράκας, και από την Αστράκα μετά στην κορυφή Γκαμήλα και τη Δρακολίμνη. Σχεδόν σε κάθε ψηλό βουνό της Ηπείρου υπάρχουν μικρές λίμνες που χωρίς άλλα είναι απομεινάρια από την εποχή των Παγετώνων.
Τέτοιες λίμνες υπάρχουν στις κορυφές της Γκαμήλα του Σμόλικα, του Γράμμου, αλλά και τις Φλέγγας. Η παράδοση θέλει σ` αυτές τις λίμνες να κατοικούν Δράκοι, γι` αυτό τις ονόμασαν Δρακολίμνες.
Οι κάτοικοι της περιοχής διηγούνται πολλά περιστατικά, για τις φιλονικίες τους, για της πύρινες φλόγες που βγάζουν από τα στόματά τους και για τους κορμούς και τους βράχους, που ρίχνει ο ένας στον άλλον, από τη μία λίμνη στην άλλη.
Ένα πολύ ωραίο κείμενο, για τους Δράκους και τις Δρακολίμνες, υπάρχει στα Μελετήματα του Κώστα Κρυστάλλη με τον τίτλο “Τρείς Δρακολίμναι επί των κορυφών της Πίνδου” (Άπαντα Κ. Κρυστάλλη).
Ο επισκέπτης της περιοχής μπορεί να χαρεί εκδρομές μέσα σε πανέμορφα τοπία. Όσοι θέλουν να γνωρίσουν καλύτερα τη φύση, μπορεί να κάνουν παρατήρηση πουλιών, ορειβασία, πεζοπορία και διάφορες δραστηριότητες, εναρμονισμένες με τη φύση. Ο επισκέπτης για να γνωρίσει καλά την περιοχή των Ζαγοροχωρίων πρέπει να αρχίσει την περιήγησή του από το Ανατολικό, να περάσει από το Κεντρικό και να καταλήξει στο Δυτικό Ζαγόρι και το αντίστροφο.
Παντού σήμερα στα Ζαγοροχώρια υπάρχουν ξενώνες παραδοσιακά σπίτια, κι ενοικιαζόμενα δωμάτια στα οποία προσφέρουν μοναδική και ποιοτική φιλοξενία. Τα Ζαγοροχώρια είναι από τις περιοχές που οι Έλληνες πρέπει να γνωρίσουν γιατί εδώ χτυπάει η καρδιά της Ελληνικής Φύσης.
Οι φωτογραφίες είναι του Λάμπρου Τσούνη.