Το αστικό πράσινο στην πόλη μας είναι ελάχιστο και τυχαία τοποθετημένο. Έχει περιορισθεί στα γύρω βουνά, την Πάρνηθα, την Πεντέλη, τον Υμηττό, ενω στο εσωτερικό της πόλης υπάρχουν ορισμένοι πνεύμονες πρασίνου, όπως του Φιλοπάππου, ο Εθνικός κήπος, οι Στύλοι του Ολυμπίου Διός και η Ακρόπολη, ο Αρδηττός, ο Λυκαβηττός, το Πεδίο του Άρεως και τα Τουρκοβούνια.
Ο Σοφοκλής, στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ», δίνει μια καταπληκτική περιγραφή του φυσικού χώρου του αθηναϊκού τοπίου (της περιοχής του Κολωνού), που δεν είναι άλλο απο αυτό που σήμερα αποκαλούμε κέντρο της Αθήνας. «…Έχεις, ξένε έρθει στα πιο όμορφα μέρη, μεσ` σ` όλη τη γης, στον άσπρο Κολωνό μας, όπου πιο απ` αλλού συχνάζοντας τ` αηδόνι γλυκοκελαδάει σ` ολόχλωρα ρουμάνια…»
Παρ` όλα αυτά η Αθήνα, σύμφωνα με τους αρχαίους, «ήτο μεν εύανδρος, ουχί δε και εύγεως», δηλαδή απο την εποχή εκείνη την χαρακτήριζαν ως περιοχή άγονη. Γύρω απο την Αθήνα, οι πεδιάδες, οι λόφοι και τα βουνά ήταν αποψιλωμένα και καλύπτονταν απο θάμνους.
Ο Πλάτων στον «Κριτία» αναφέρεται στον Υμηττό – που στις μέρες του έχει υποστεί βαριά αποψίλωση – και τον παρομοιάζει με «σκελετό νοσήσαντος ανθρώπου».
Στα μέσα του 18ου αιώνα, η Αθήνα άρχισε να γίνεται σημείο αναφοράς και έμπνευσης για περιηγητές, ποιητές, λογοτέχνες και ιστορικούς. Όλοι μιλούν για την ομορφιά και την αρμονία των χρωμάτων, δεν παραλείπουν όμως να αναφερθούν στη φτωχική βλάστηση, στο γκριζωπό ελαιώνα και στα περιβόλια που υπάρχουν γύρω από αυτόν.
Ετσι όταν ορίστηκε πρωτεύουσα της χώρας η Αθήνα (το 1834), έπρεπε να διαμορφωθεί, γιατί τότε ήταν σωρός από ερείπια, χωρίς δρόμους ούτε κήπους. Η πρώτη που ενδιαφέρθηκε για το πράσινο ήταν η βασίλισσα Αμαλία, με τη συμπαράσταση του πεθερού της Λουδοβίκου του Α΄, βασιλιά της Βαυαρίας.
Δίπλα από τα ανάκτορα, σε μια έκταση 120 στρεμμάτων άρχισε να δημιουργεί μια όαση. Εκεί λοιπόν που βρισκόταν κάποτε οι κήποι του Λυκείου, κοντά στην περιοχή του Ιλισσού, που ήταν ο αγαπημένος τόπος για μελέτη και περισυλλογή των αρχαίων Αθηναίων. Εκεί κοντά στο τοπίο του «Φαίδρου» με την «αμφιλαφή και υψηλήν πλάτανον» και την «χαριεστάτη πηγή μάλα ψυχρού ύδατος», άρχισε να δημιουργεί έναν απο τους σημαντικότερους κήπους της Ευρώπης.
Η περιοχή αυτή ήταν βραχώδης και άγονη όπως όλη η Αττική και χρειάστηκε πολλούς κόπους για να μετατραπεί σε κήπο. Το έργο θεμελιώθηκε το Φεβρουάριο του 1836 και ολοκληρώθηκε το 1842.
Η σχεδίαση του Κήπου έγινε απο Γάλλο αρχιτέκτονα και στο φύτεμα και την καλλιέργεια βοήθησε αρχικά ο Βαυαρός Σμάρατ, τον οποίο έστειλε ειδικά για αυτό το σκοπό ο Λουδοβίκος. Εργάσθηκαν ακόμη οι Γερμανοί Φρ. Σμιτ και Μ. Μπάγιερ και ο Γάλλος Λουδοβίκος Μπαρώ. Ακόμη, σύμβουλοι της Αμαλίας ήταν οι διάσημοι βοτανολόγοι της εποχής Κάρολος Φράαλ και Θεόδωρος Ορφανίδης. Ο προσωπικός Κήπος του Ορφανίδη βρισκόταν στο χώρο που εκτείνεται από τη λεωφόρο Αμαλίας ως την πλατεία Ζαππείου και χωριζόταν απο τον υπόλοιπο Κήπο με ξύλινο φράχτη. Μια πορτούλα επέτρεπε την μεταξύ τους επικοινωνία.
Από την πόρτα αυτή η βασίλισσα Αμαλία επισκεπτόταν τον καθηγητή και του ζητούσε συμβουλές για τα φυτά της. Σε μια από τις επισκέψεις της, ο μεγάλος βοτανικός της αφιέρωσε μια νέα παραλλαγή Τουλίπας, που για πρώτη φορά άνθισε στον κήπο του, την «Tulipa Amaliae».
Στον Κήπο, που έχει έκταση 150.000 τετραγωνικά μέτρα και μήκος δρομίσκων 7.000 μέτρα, υπάρχουν 7.000 περίπου δένδρα που ανήκουν σε 519 είδη και ποικιλίες. Απ` αυτά τα 102 είναι ελληνικά και τα 417 είναι εισαγωγής. Πολλά δένδρα και φυτά ήρθαν απο την Ιταλία, την Αίγυπτο, την Ιαπωνία. Υπήρχε μεγάλη ποικιλία δασικών ειδών, δένδρα και θάμνοι καλλωπισμού και μερικά οπωροφόρα, ιδίως εσπεριδοειδή, απο τα οποία τα περισσότερα είναι Πορτοκαλιές και Νεραντζιές, ελάχιστες δε Μανταρινιές. Επίσης υπάρχει μια ωραία συλλογη εσπεριδοειδών της Ιαπωνίας, Φοίνικες από την Αίγυπτο, Βολβοί και Τριανταφυλλιές από τη Γρανάδα, την Ασία και την Αμερική, διάφορα δένδρα απο την Κεντρική και Νότια Αμερική, την Ευρώπη και πολλά είδη απο την Ελλάδα.
Ο επισκέπτης σήμερα στον Κήπο περπατάει ανάμεσα από Ουασιγκτόνιες, Αριές, από Καζουαρίνες, Οριζοντιόκλαδα Κυπαρίσια, Βραχιχίτωνες, Λιβιστόνες, Βρωμόδενδρα, Κουτσουπιές, Ίταμους, Αγγελικές, Βιβούρνα, Πεύκα, Λεύκες, Πλατάνια, Νεραντζιές, Δάφνες, Αγριλιές, Φυτολάκες, Αθάνατους, Μπαμπού.
Στα χαμηλά υπάρχουν τα Πυξάρια, τα Δενδρολίβανα, τα Πυράκανθα, τα Άκανθα και οι Μολόχες.
Πολλά από τα δένδρα είναι σφιχταγγαλιασμένα από αιωνόβιους Κισσούς. Τα 75% των δένδρων είναι αειθαλή, ενώ τα υπόλοιπα 25% ανήκουν στα φυλλοβόλα. Πολλά από τα πρώτα δένδρα που φυτεύθηκαν στον Κήπο ζουν μέχρι σήμερα και είναι «Φυτικά Μνημεία». Μερικά από αυτά είναι οι Ουασιγκτόνιες, της εισόδου, αμέσως ακολουθεί μια Αρία που φτάνει τα 160 χρόνια, οι Βραχιχίτωνες, η Καζουαρίνα, τα Οριζοντιόκλαδα Κυπαρίσια, οι Κανάριοι Φοίνικες, η Φλαμουριά και άλλα ακόμη.
Την άνοιξη όταν ανθίζουν οι Τριανταφυλιές, οι Ίριδες, τα Καλωπιστικά φυτά δημιουργείται μια πανδεσία χρωμάτων και αρωμάτων. Από παλιά οι Αθηναίοι βρίσκουν καταφύγιο και δροσιά στον Κήπο τους, κυρίως τις θερμές καλοκαιρινές ημέρες, μια και στον Κήπο η θερμοκρασία είναι χαμηλότερη (2-3 βαθμούς) από εκείνη της πόλης.
Στις Λίμνες που βρίσκονται κοντά στην είσοδο της βασίλισσας Σοφίας κολυμπούν Κυπρίνοι και Νεροχελώνες ενώ την άνοιξη ανθίζουν τα όμορφα νούφαρα.
Από τη μεγάλη Λίμνη είμαι σίγουρος ότι σε κάποια ηλικία έχουν περάσει όλοι οι Αθηναίοι και έχουν ταϊσει με κουλουράκια τις Πρασινοκέφαλες Πάπιες που κολυμπούν εκεί.
Λίγο πιο πέρα οι μικροί Αθηναίοι, που ζουν «ασφυκτικά» στα διαμερίσματά τους, μπορούν να γνωρίσουν πολλά οικόσιτα ζώα (όπως Κότες, Χήνες, Πάπιες, Φραγκόκοτες, Παγώνια, Κουνέλια) καθώς επίσης και το βασιλιά των Λευκών Ορέων της Κρήτης, το Αγριοκάτσικο, ένα από τα απειλούμενα θηλαστικά της χώρας μας.
Ο Εθνικός Κήπος είναι μια όαση μέσα στη τσιμεντένια μεγαλούπολη για το φτερωτό κόσμο της Αθήνας.
Οι πιο γνωστοί φτερωτοί κάτοικοι αυτού του κόσμου είναι η Δεκαοχτούρα, ο Κοκκινολαίμης, ο Κότσυφας, ο Μυγοχάφτης, ο Δενδροφυλλοσκόπος, η Καρακάξα, ο Σπίνος, ο Καλόγερος, η Κίσσα.
Μερικά από τα πουλιά που φωλιάζουν είναι: η Δεκαοχτούρα, ο Κότσυφας, η Ωχροστριτσίδα, ο Μαυροτσιροβάκος, ο Μυγοχάφτης, το Αηδόνι, ο Καλόγερος, η Γαλαζοπαπαδίτσα, ο Σπίνος, η Καρδερίνα, ο Φλώρος, το Σκαρθάκι, η Καρακάξα, το Σπουργίτι κ.α.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος στις «Αθηναϊκές επιστολές» (9 Μαϊου 1898) με τον τίτλο «Το άσμα της Αηδόνος» πλέκει το εγκώμιο της άνοιξης, αλλά και του Αηδονιού, που ψάλει μελωδικά μέσα από τα πυκνά φυλλώματα του κήπου. (Ο Γ. Ξενόπουλος έμεινε απέναντι από τον κήπο, εκεί κοντά στα πρώτα σπίτια του Μετς και είχε τη δυνατότητα να απολαμβάνει το κελάηδημα του Αηδονιού) «και όταν δύει ο ήλιος βάφεται ο ορίζων με τα πολυποίκιλα χρώματα του δειλινου.
Τότε αντοιχεί εν άσμα ουράνιον, ο ύμνος της Φύσεως, το εγκώμιον της Ανοίξεως…Οι μουσικοί και γλυκύτατοι φθόγγοι του γεμίζουν την ατμόσφαιραν και ευφραίνουν τα ώτα και μεθύουν την ψυχήν. Εν μυστήριον διαχύνεται παντού, μία έκστασις βασιλεύει, τα πάντα σιγώσι δια να ακουσθεί το άσμα εκείνο, και ο απέραντος θόλος του ουρανού, επί του οποίου ήρχισαν ήδη να αναπτώνται οι πολυέλαιοι των αστέρων, φαίνεται ως θόλος Ναού, εις τον οποίον λατρεύεται και υμνείται ο Δημιουργός. Είναι αι Αηδόνες, αι οποίαι από των πυκνοφύλλων δένδρων του Βασιλικού Κήπου ψάλλουν άμα τη εσπέρα και δι` όλης της νυκτός, ακούραστοι και μελωδικώταται.
Ω, τι είναι εκείνο το άσμα! Ποιος λάρυγξ θα το μιμηθή, ποίον μουσικόν όργανον θα το αποδώση! Νομίζεις ότι δε ψάλλει εν μικρόν πτηνόν, κρυμμένον υπό τα φυλλώματα, αλλ` ότι όλη η καλλονή της φύσεως η ανοιξιάτικη εκχύνεται εις εν άσμα υπέροχον και άφθαρτον. Και ο ψίθυρος της αύρας και ο φλοίσβος του κύματος και ο μορμυρισμός των ρυάκων και οι βόμβοι των εντόμων και τα κελαδήματα των πτηνών και οι τερετισμοί των γρύλλων και οι τριγμοί των τεττίγων – ό,τι έχει η φύσις πολύηχον και θορυβώδες και μουσικόν – όλα μαζί συνενούνται και συναρμολογούνται θαυμάσια και αποτελούν μιαν μουσική, εν άσμα το άσμα της Αηδόνος!»
Τα πουλιά που ξεχειμωνιάζουν στον Εθνικό Κήπο είναι ο Θαμνοψάλτης, ο Μαυροσκούφης, ο Δενδροφυλλοσκόπος, ο Χρυσοβασιλίσκος, ο Βασιλίσκος, ο Κοκκινολαίμης, η Τσίχλα, οι Παπαδίτσες, το Λούγαρο, το Φλυτζούνι.
Εμφανίζονται επίσης στον Κήπο, ο Στραβολαίμης, ο Τσαλαπετεινός, τα Βραχοκιρκίνεζα, οι Σταχτάρες και τα Χελιδόνια που φωλιάζουν στην Πλάκα. Με λίγη τύχη μπορεί να δει κανείς την Κουκουβάγια, το Χουχουριστή, κάποιο «παραστρατημένο» Ξεφτέρι, την Ποντικοβαρβακίνα, τον Μαυροπετρίτη. Όλο τον χρόνο βρίσκονται μέσα στον κήπο επίσης, ο Πράσινος Παπαγάλος (Psittacula krameri) αλλά και ο Γκριζοπρόσωπος Παπαγάλος (Myopsitta monachus).
Τα πουλιά έρχονται στον Κήπο, γιατί βρίσκουν την ησυχία τους, πλούσια τροφή και χώρους για φώλιασμα.
Βέβαια μετά τις φυσικές καταστροφές των τελευταίων χρόνων, πολλά δένδρα έπεσαν και έχασαν χώρους για φώλιασμα. Πιστεύω ότι ήρθε η ώρα για τα πουλιά του κήπου μας να βοηθήθούν με τεχνητές φωλιές και ταϊστρες.
Την άνοιξη όταν ανθίζουν τα λουλούδια, οι Πεταλούδες πετούν κυματιστά. Κοντά στο νερό «απογειώνονται» οι Λιβελούλες, στο φλοιό κάποιου δένδρου κάνει την εμφάνισή της μια σαύρα, μια χερσοχελώνα νωχελικά κινείται μέσα στα χορτάρια, ενώ ο κότσυφας, η δεκαοχτούρα και ο Κοκκινολαίμης κελαηδούν μελωδικά.
Όπως φαίνεται αυτή είναι η απάντηση του Κήπου μας, στο τσιμέντο, την άσφαλτο και τη ρύπανση της μεγαλούπολης.