Η Κρήτη βρίσκεται στο Νότιο Αιγαίο. Έχει έκταση 8.331 τετραγωνικά χιλιόμετρα και είναι το μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας και το πέμπτο στη Μεσόγειο (Σικελία, Σαρδηνία, Κύπρος, Κορσική, Κρήτη, Εύβοια, Μαγιόρκα, Λέσβος και Ρόδος).

Φωτογραφίες: Γρηγόρης Τσούνης

Το έδαφός της είναι πολύ ορεινό. Ο σχηματισμός της ανάγεται στην Αλπική πτύχωση και αποτελεί τμήμα της οροσειράς των Ελληνίδων. Η οροσειρά αυτή κατέρχεται νότια στη Δυτική Ελλάδα, στην Πελοπόννησο (Κύθηρα, Αντικύθηρα), πηγαίνει προς τα Ανατολικά και στην Κρήτη και συνεχίζεται προς την Κάσο, Κάρπαθο, Ρόδο και Μικρά Ασία.

Οι ορεινοί όγκοι της Κρήτης χαρακτηρίζονται από πολλές ομορφιές, μεταξύ των οποίων άγρια και βαθύτατα φαράγγια και σπήλαια, από οροπέδια που οφείλονται στις μεγάλες εκτάσεις που καταλαμβάνουν οι ασβεστόλιθοι. Τα περισσότερα φαράγγια του νησιού δημιουργήθηκαν στις αρχές του Πλειστόκαινου, πριν από 2 εκατομμύρια χρόνια, όταν η Κρήτη απέκτησε τη μορφή που έχει σήμερα, μετά από μεγάλες και τρομακτικές τεκτονικές αλλαγές. Τα φαράγγια στη συνέχεια πήραν την τελική τους μορφή μετά από μεγάλες επιδράσεις και διαβρώσεις του περιβάλλοντος.

“Πολλά φαράγγια έχει η Κρήτη, μα φάραγγα έχει ένα”. Μ` αυτά τα λόγια μιλούν οι ορεσίβιοι Σφακιανοί για το φαράγγι τους. Το φαράγγι της Σαμαριάς.

Ο Εθνικός Δρυμός Λευκών Ορέων ή Σαμαριάς, ιδρύθηκε το 1962, ύστερα από ενέργειες και προτάσεις της Ελληνικής Εταιρείας Προστασίας της Φύσης. Έχει έκταση 48.500 στρέμματα και περιλαμβάνει το φαράγγι της Σαμαριάς και τις γύρω πλαγιές των Λευκών Ορέων, μέχρι τις κορυφές Γκίγκιλος (2080 μ.) και Βολακιάς (2116 μ.) στα δυτικά και την κορυφή Ψιφίστρα στα ανατολικά. Νότια, ο πυρήνας ορίζεται από τον όρμο της Αγίας Ρουμέλης, που βρίσκεται στο Λυβικό πέλαγος και βόρεια από το οροπέδιο Ομαλός. Το μεγαλύτερο υψόμετρο μέσα στο Δρυμό είναι στα 2.133 μ. (η κορυφή Μελινταού) και το χαμηλότερο στην έξοδα του φαραγγιού, που βρίσκεται σχεδόν στο επίπεδο της θάλασσας. Η βόρεια είσοδος του φαραγγιού βρίσκεται στη θέση Ξυλόσκαλο, σε υψόμετρο 1.260 μ. Το γεωλογικό υπόστρωμα του φαραγγιού αποτελείται κυρίως από ασβεστολιθικά πετρώματα.

Το φαράγγι της Σαμαριάς ή ο Φάραγγας, όπως τον λένε οι Κρητικοί, είναι το μεγαλύτερο και επιβλητικότερο της Ευρώπης. Εκτείνεται σε μήκος 18 χλμ. από τη θέση Ξυλόσκαλο του Ομαλού μέχρι τις Πόρτες, κοντά στον οικισμό Αγία Ρούμελη. Το πλάτος του κυμαινεται απο 150μ. μεχρι3-4μ στις λεγομενες Πορτες.Η βλαστηση του φαραγγιού είναι τυπική μεσογειακή. Τα κύρια δάση, που απλώνονται από την κατώτερη ζώνη μέχρι το ύψος των 1.500 μ.είναι μικτά και αμιγή Τραχείας Πεύκης (Pinus brutia) και Κρητικού Κυπαρισσιού (Cupresus sempervirens var, orizontalis). Κατά μήκος του χειμάρου που κυλάει στο φαράγγι, υπάρχει παρόχθια βλάστηση από Πλατάνια (Platanus orientalis) και από Πικροδάφνες (Nerium oleander). Στα χαμηλότερα τμήματα του Δρυμού επικρατούν η μακία και τα φρύγανα, από σχίνους, πρίνους, ρείκια, χαρουπιές και αγριελιές. Στις ψηλές κορυφές, τα δέντρα αφήνουν τη θέση τους στην φρυγανική βλάστηση και στα διάφορα νανώδη φυτά, που είναι ανθεκτικά στο κρύο και γενικότερα στις κλιματικές εναλλαγές. Στους βράχους φυτρώνουν τα χασμόφυτα, που μπορεί να τα συναντήσει κανείς σε οποιοδήποτε υψόμετρο. Η χλωρίδα της περιοχής είναι από τις πλουσιότερες της Ελλάδας σε σπάνια είδη φυτών. Στην περιοχή των Λευκών Ορέων, όπου ανήκει και το φαράγγι της Σαμαριάς, έχουν βρεθεί πολλά τοπικά ενδημικά είδη, ενδημικά της Κρήτης, αλλά και ενδημικά του Νότιου Αιγαίου. Πολλά απ` αυτά τα είδη τα συναντάμε στον Δρυμό και είναι από τα στοιχεία που του δίνουν τη μεγάλη οικολογική του σημασία. Μερικά από τα σπάνια φυτά της περιοχής είναι: Paeonia clusii, Tulipa bakeri, Lecokia cretica, Ebenus cretica.

Σύμφωνα με τους γεωλόγους, το φαράγγι της Σαμαριάς έχει δημιουργηθεί την Τεταρτογενή γεωλογική περίοδο και τα πετρώματά του τα συνθέτουν οι πλακώδεις δολομιτικοί ασβεστόλιθοι. Μέσα στο φαράγγι υπάρχουν πολλά γνωστά, αλλά και άγνωστα ανεξερεύνητα σπήλαια. Σύμφωνα με τον μύθο, μέσα σ` αυτά οι βοσκοί παίζουν με τις λύρες τους και οι νεράϊδες χορεύουν, τραγουδούν και νανουρίζουν παιδιά κάτασπρα σαν τον αφρό των κυμάτων, γλυκούς καρπούς των ερώτων τους με τους θνητούς. Η ομορφιά της Σαμαριάς είναι μοναδική. Οι βράχοι γυμνοί και άγριοι στέκουν περήφανοι για χιλιάδες χρόνια στη θέση τους, ενώ οι σαρες κατρακυλούν απ` τις γύρω κορφές που τον χειμώνα και την άνοιξη είναι σκεπασμένες με χιόνια.

Ανάμεσα στις σχισμές των βράχων, την άνοιξη φυτρώνουν χίλια μύρια αγριολούλουδα, που με τις “εκρήξεις” των χρωμάτων τους μαλακώνουν την αγριότητα του φαραγγιού. Τα αρπακτικά φτεροκοπούν με μεγαλοπρέπεια πάνω απ` τις απότομες πλαγιές και οι ήχοι απ` τους Γυπαετούς, τα Όρνια, τις Βιτσίλες, τους Σπιζαετούς, κάνουν τη Σαμαριά μοναδικό ναό της φύσης. Εδώ, σ` αυτό το ναό, έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα και το Κρητικό Αγρίμι, το ιερό ζώο της Βριτομάρτιος, της Κρητικής Αρτέμιδας.

Η Κρήτη έχει πολλά ακόμα εντυπωσιακά φαράγγια, όπως εκείνο της Νιμπρού, της Τρυπητής, της Αράδαινας, του Κοτσυφού, του Αγίου Νικολάου Ζαρού, το φαράγγι Ζάκρου, το Κουρταλιώτικο. Πάνω στα σώματα των βουνών της ο χρόνος, το νερό και οι τεκτονικές ανακατατάξεις έχουν σκαλίσει φαράγγια και σπήλαια, πραγματικά μνημεία της φύσης. Τα φαράγγια της Κρήτης ξεκινούν από την ορεινή και ημιορεινή ζώνη και καταλήγουν συνήθως στη θάλασσα. Μέσα στις σχισμές των βράχων βρίσκουν ιδανικό καταφύγιο πολλά βραχόφιλα φυτά, όπως: η Campanula tubulosa, Campanula pelviformis, Petromarula pinnata, Ebenus cretica, Origanum dictamum, Scutellaria siederi κ.ά.

Στην Κρήτη μέχρι σήμερα έχει υπολογισθεί ότι υπάρχουν γύρω στα 2.000 είδη φυτών. Από τα 750 περίπου ενδημικά φυτά του Ελλαδικού χώρου, γύρω στα 250 βρίσκονται και στην Κρήτη και από αυτά τα 160 περίπου είναι αποκλειστικά ενδημικά του νησιού. Τα ενδημικά της Κρήτης συγκεντρώνονται κυρίως σε ορισμένες περιοχές, όπως στη Δυτική Κρήτη με τα Λευκά Όρη, στην περιοχή του Κουρταλιώτικου, στο άκρο της Ανατολικής Κρήτης, τα βουνά της Σητείας και τα βουνά που βρίσκονται νότια του κάμπου της Μεσσαράς.

Στην περιοχή του Κουρταλιώτικου φωλιάζουν Όρνια, Χρυσαετοί, Πετρίτιδες και βρίσκουν καταφύγιο οι όλο και πιο σπάνιοι Γυπαετοί. Τα θηλαστικά που υπάρχουν στην περιοχή είναι ο Αγκαθοποντικός, το Κουνάβι και ο Ασβός. Οι πρόγονοί μας απέδιδαν στην Κρήτη την έλλειψη μεγάλων θηλαστικών -όπως αρκούδων, λύκων, τσακαλιών, αλλά και δηλητηριωδών φιδιών- σε άθλο του Ηρακλή, ο οποίος ήθελε να τιμήσει τη γενέτειρα του Δία, γι` αυτό την καθάρισε από κάθε “βλαβερό” και “δηλητηριώδες” ζώο. Οι μεταγενέστεροι πίστευαν ότι το νησί το καθάρισε ο Απόστολος Παύλος, με τους ξορκισμούς του και τις ευλογίες του. (Βλ. Ψιλάκη, Ιστορία της Κρήτης, σελ. 34-35).

Στην Κρήτη σήμερα, σημαντική θέση κατέχουν τα πουλιά, και έχουν καταγραφεί περισσότερα από 250 είδη. Σημαντικές περιοχές για την Ορνιθοπανίδα είναι η περιοχή των Λευκών Ορέων, το Φαράγγι της Σαμαριάς, η περιοχή του Ψηλορείτη, τα Αστερούσια, το όρος Δίκτη, τα όρη Θρύπτης και Όρνον, το όρος Κέδρος και το Κουρταλιώτικο Φαράγγι, το φαράγγι της Νίμπρου, το όρος Κουτρουλής, η χερσόνησος ΣπάΘα και Ροδωπού, το όρος Γιούχτας, οι μικροί υγρότοποι της Κρήτης όπως: η λίμνη Κουρνά, το Δέλτα Αλμυρού, η Παραλία Γεωργιούπολης, οι πηγές Αλμυρού, οι Αλυκές Ελούντας κ.ά. Σημαντικές επίσης περιοχές για τα πουλιά είναι οι μικρονησίδες που υπάρχουν γύρω από την Κρήτη. Στις Διονυσάδες, ειδικότερα, έχουν καταγραφεί 157 είδη πουλιών, με πιο σημαντικό τον Μαυροπετρίτη, μιας που εδώ βρίσκονται οι μεγαλύτερες αποικίες του σε όλο τον κόσμο. Σημαντική είναι επίσης η παρουσία του Πετρίτη, του Αρτέμη, του Μύχου και του Αιγαιόγλαρου. Πάνω από τις ψηλές βουνοκορφές και τα φαράγγια της Κρήτης γυροπετούν τα όλο και πιο σπάνια αρπακτικά, όπως ο Γυπαετός, ο Γύπας, ο Χρυσαετός, το Χρυσογέρακο. Η Κρήτη δεν είναι πλούσια σε θηλαστικά. Ανάμεσα στα λίγα θηλαστικά της, ξεχωριστή θέση κατέχει το Αγριοκάτσικο, ακολουθούν ο Αγαθοποντικός, το Κουνάβι και ο Ασβός.

Στη θάλασσα είναι μόνιμη η παρουσία Δελφινιών (Tursiops) αλλά και της Φώκιας (Monachus monachus). Στις αμμώδεις ακτές της Κρήτης, είναι σημαντική η παρουσία της Θαλασσοχελώνας (Caretta caretta), ενώ στην ξηρά είναι χαρακτηριστική η απουσία επικίνδυνων ερπετών (π.χ. οι οχιές). Τα πιο κοινά είδη ερπετών που υπάρχουν στην Κρήτη είναι το Λιακόνι (Chalcides occelatus),  η Κολιόσαυρα (Lacerta trilineata), το Γατόφιδο (Telescopus fallax) και η Δενδρογαλιά (Coluber gemonensis). Ο Χαμαιλέοντας αναφέρεται ότι υπάρχει στο Βάι. Ανάμεσα στα ασπόνδυλα, σημαντική θέση κατέχουν τα αρθρόποδα και τα χερσαία σαλιγκάρια, που εμφανίζουν μεγάλα ποσοστά ενδημισμού.