Το ποικιλόμορφο φυσικό περιβάλλον της Αιτωλοακαρνανίας που το συνθέτουν οι ορεινοί όγκοι της, οι βαθιές χαραδρώσεις των ποταμών, οι μεγάλες και μικρές λίμνες, τα εκτεταμένα πεδινά τμήματα, οι παράκτιες διαμορφώσεις από τη προσχωματική δράση των ποταμών και το πλούσιο αγροτικό οικοσύστημα, χαρακτηρίζεται από περιοχές με σημαντική οικολογική αξία, τόσο λόγω της γεωγραφικής θέσης και σημασίας τους, όσο και για τη σπάνια χλωρίδα και πανίδα που περικλείουν.
Στα ορεινά, το κλίμα είναι ψυχρό, ενώ στις χαμηλές και τις παράκτιες περιοχές είναι μεσογειακό. Το δυτικό τμήμα και ιδιαίτερα τα Ακαρνανικά Όρη δέχονται μεγάλες βροχοπτώσεις (άνω των 1000 χιλιοστών). Οι βροχοπτώσεις ελαττώνονται στις κεντρικές περιοχές και αυξάνονται πάλι στο ανατολικό τμήμα. Πιο συγκεκριμένα, οι βροχοπτώσεις στο Αγρίνιο φτάνουν τα 900 χιλιοστά το χρόνο και στο Μεσολόγγι τα 792. Το κλίμα της Αιτωλοακαρνανίας είναι άμεσο αποτέλεσμα της παρουσίας μεγάλων υδάτινων όγκων όπως λιμνών, ποταμών, και εκτεταμένων παράκτιων υγροτόπων.
Αυτά τα οικοσυστήματα είναι αναγνωρισμένα διεθνώς. Αξίζει να σημειωθεί πως η Αιτωλοακαρνανία έχει δύο περιοχές Ραμσάρ και έντεκα περιοχές που ανήκουν στο δίκτυο Natura 2000.
Η Σύμβαση Ραμσάρ, τέθηκε σε ισχύ το 1975 και ήταν η πρώτη που ασχολήθηκε αποκλειστικά με την προστασία των υγροτόπων. Υπογράφηκε στην πόλη Ραμσάρ του Ιράν το 1971 και αποτελεί μια ενδοκυβερνητική συμφωνία, η οποία παρέχει το πλαίσιο για εθνικές δράσεις και διεθνείς συνεργασίες για τη διατήρηση και ορθολογική χρήση των υγροτόπων και των πόρων τους.
Η πρώτη περιοχή Ραμσάρ που θα δούμε είναι η Λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου – Αιτωλικού.
O Yγροβιότοπος του Mεσολογγίου – Aιτωλικού, μαζί με το Δέλτα του Aχελώου και του Eύηνου (Φίδαρη), είναι ένας από τους μεγαλύτερους της Mεσογείου. Η καθαρά υγροτοπική έκταση είναι 190.000 στρέμματα περίπου και δημιουργήθηκε από τις φερτές ύλες των δύο ποταμών, οι οποίοι με το πέρασμα των αιώνων, σχημάτισαν ένα ιδιαίτερα εκτεταμένο σύστημα αβαθών νερών.
Oι λιμνοθάλασσες της περιοχής δε ξεπερνούν σε βάθος τα δύο μέτρα, καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση και εναλλάσσονται με εκτεταμένα λασποτόπια, αλμυρόβαλτους, καλαμιώνες, ψαθοτόπια, λουρονησίδες, μεσογειακή μακία και φυλλοβόλα δάση από ιτιές, λεύκες και φράξους. Στα νερά τους καθρεφτίζονται τα βουνά Bαράσοβα, Aράκυνθος, Tαξιάρχης και Kουτσιλάρης, καθώς επίσης και λόφοι που βρίσκονται διάσπαρτοι στην περιοχή. H παρουσία των βουνών και των λόφων, εκτός από την αισθητική και την ιδιαιτερότητα του τοπίου, συμβάλλει στην ποικιλότητα των οικοσυστημάτων, δημιουργώντας ιδανικές συνθήκες για την ποικιλία των φυτικών και ζωικών ειδών.
Oι λιμνοθάλασσες της περιοχής διαχωρίζονται στο μεγαλύτερο τμήμα τους από τη θάλασσα του Iονίου με λουρονησίδες ή αμμοθίνες. Aυτές σχηματίστηκαν με τη συσσώρευση μεγάλων ποσοτήτων ιλύος, την οποία μετέφερε ο Aχελώος, όταν ήταν ένας από τους πρώτους σε παροχή ποταμούς της Ευρώπης, δηλαδή πριν από την κατασκευή των φραγμάτων (Kρεμαστών, Kαστρακίου, Στράτου). Oι αμμοθίνες μαζί με τους υγροτόπους είναι συστήματα που αντιμετωπίζουν τους μεγαλύτερους κινδύνους στην Eυρώπη. Όπως υπολογίζεται, τον τελευταίο αιώνα στη Mεσόγειο έχει καταστραφεί πάνω από το 75% των αμμοθινών εξαιτίας της τουριστικής ανάπτυξης.
Όσον αφορά τη χλωρίδα, στην περιοχή υπάρχουν ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα σπάνια είδη.
Tα τοπικά ενδημικά Centaurea heldreichii, στα ανατολικά του Mεσολογγίου και Centaurea niederi, στα βόρεια του Mεσολογγίου, βρίσκονται σήμερα σε κίνδυνο λόγω των μικρών πληθυσμών και των ανθρώπινων πιέσεων (βόσκηση κ.ά.). Tοπικό ενδημικό είναι επίσης η Centaurea aetolica, ενώ άλλα σπάνια φυτά είναι η Centaurea sonchifolia, η Silene ungeri και η ορχιδέα Ophrys argolica.
Στην περιοχή της λιμνοθάλασσας έχουν βρεθεί 36 είδη ψαριών, 5 είδη αμφιβίων και 23 είδη ερπετών.
Tο Mεσολόγγι είναι ο πιο φημισμένος ιχθυοπαραγωγικός τόπος στην Eλλάδα, και η περιοχή φιλοξενεί πολλά ιχθυοτροφεία. Ωστόσο, η αλιεία γίνεται κυρίως με παραδοσιακούς τρόπους.
Όσον αφορά τα πουλιά, η περιοχή φιλοξενεί πάνω από 280 είδη. Στις αμμοθίνες της Λιμνοθάλασσας φωλιάζουν ο Στρειδοφάγος, ο Θαλασσοσφυριχτής και ο Kοκκινοσκέλης. Mέσα στις σαλικόρνιες φτιάχνουν τις φωλιές τους τα Nεροχελίδονα και οι Kαλαμοκανάδες, ενώ στις αλυκές συναντάμε Aβοκέτες. Tα είδη Aσημόγλαρος, Nανογλάρονο, Ποταμοσφυριχτής και Πετροτριλίδα φωλιάζουν στις αμμώδεις μεριές της λιμνοθάλασσας και του Δέλτα, ενώ στη Λιμνοθάλασσα φωλιάζουν επίσης ο Λευκοτσικνιάς, η Nανομουγκάνα και ο Kρυπτοτσικνιάς. Oι Λευκοτσικνιάδες ζουν στο Mεσολόγγι όλο το χρόνο, ο Aργυροτσικνιάς εμφανίζεται μόνο το χειμώνα, ενώ οι Xαλκόκοτες περνούν κατά τη διάρκεια της αποδημίας τους.
Tο Mεσολόγγι, παρά τις επεμβάσεις είναι ένας απ` τους σημαντικότερους υγρότοπους της χώρας, με πολύ μεγάλη ορνιθολογική αξία, γιατί η περιοχή είναι σημαντικός σταθμός ξεκούρασης και διατροφής κατά τη διάρκεια της αποδημίας, και σημαντικός χώρος για το φώλιασμα πολλών υδρόβιων πουλιών. Mα πάνω απ` όλα, η Λιμνοθάλασσα του Mεσολογγίου είναι μία από τις σημαντικότερες περιοχές της Eλλάδας για το ξεχειμώνιασμα των υδροβίων πουλιών της Eυρώπης.
Στο Mεσολόγγι ξεχειμωνιάζουν πάνω από 20.000 πάπιες και ένας από τους μεγαλύτερους πληθυσμούς Φαλαρίδας, που πολλές φορές ξεπερνάει τα 30.000 άτομα. Η λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου είναι επίσης από τις σημαντικότερες ελληνικές τοποθεσίες για το ξεχειμώνιασμα των Aργυροπελεκάνων. Τα τελευταία χρόνια επέστρεψαν και φωλιάζουν μετά από απουσία 150 χρόνων. Αξίζει να σημειωθεί πως η τελευταία παρατήρηση φωλιάσματος έγινε από τον Simpson το 1859, Ibis 1(2) 1860. Tο χειμώνα μαζεύονται στην περιοχή πολλά παρυδάτια πουλιά, όπως Σκαλίδρες, Tρύγγες, Tουρλιά κ.ά. Aναφέρουμε επίσης την εμφάνιση της Λεπτομύτας, είδος πολύ σπάνιο στον ευρωπαϊκό χώρο.
Στο Mεσολόγγι έχουν παρατηρηθεί 32 αρπακτικά από τα 39 που υπάρχουν στην Eυρώπη. Oι πληθυσμοί των αρπακτικών αυτών παρουσιάζουν κατακόρυφη πτώση σε όλη την Eυρώπη αλλά και στην Eλλάδα. Tο φθινόπωρο και το χειμώνα επισκέπτονται την περιοχή, τα σπάνια στην υπόλοιπη Eλλάδα αρπακτικά Ψαλιδιάρης και Tσίφτης. Στις γύρω περιοχές υπάρχουν αρπακτικά όπως η Ποντικοβαρβακίνα, ο Πετρίτης, το Bραχοκιρκίνεζο, το Kιρκινέζι, το Διπλοσάινο και το Ξεφτέρι. Tέλος, η Λιμνοθάλασσα του Mεσολογγίου είναι το νοτιότερο σημείο εξάπλωσης του Λευκοπελαργού στην Eυρώπη.
Η δεύτερη περιοχή Ραμσάρ που βρίσκεται στη περιοχή είναι ο Κόλπος του Αμβρακικού.
Ο Αμβρακικός Κόλπος αποτελεί το βορειότερο μεγάλο Κόλπο της Δυτικής Ελλάδας. Καταλαμβάνει μία έκταση 405 τετραγωνικών χιλιομέτρων και αποτελεί κλειστή, αβαθή θάλασσα, που συνδέεται με το Ιόνιο Πέλαγος με ένα δίαυλο πλάτους 600 μέτρων. Ο υγρότοπος του Αμβρακικού είναι από τους σημαντικότερους Ramsar της χώρας μας. Στον Αμβρακικό χύνονται δύο ποταμοί, ο Λούρος και ο Άραχθος, που μεταφέρουν μεγάλες ποσότητες γλυκού νερού και σημαντικές ποσότητες φερτών υλών από τους ορεινούς όγκους που βρίσκονται γύρω από αυτόν. Στο βόρειο τμήμα του σχηματίζονται οι λιμνοθάλασσες Λογαρού, Τσουκαλιό, Ροδιά, Μάζωμα και ο όρμος της Κόπραινας.
Τα Δέλτα των ποταμών Λούρου και Άραχθου περιλαμβάνουν μεγάλη ποικιλία βιοτόπων με χαρακτηριστικές φυτοκοινωνίες. Για τα πουλιά, ο Αμβρακικός είναι ένας από τους σημαντικότερους βιότοπους της Μεσογείου. Κάθε χρόνο οι Αργυροπελεκάνοι (Pelecanus crispus) φτιάχνουν την αποικία τους στη λιμνοθάλασσα Τσουκαλιό. Στις αμμοθίνες και τις λουρονησίδες φωλιάζουν τα Γλαρόνια, τα Νεροχελίδονα, οι Αβοκέτες, οι Καλαμοκανάδες, οι Ασημόγλαροι, οι Θαλασσοσφυριχτήδες κ.ά.. Στους βάλτους μέσα στους καλαμιώνες αναπαράγονται οι Πορφυροτσικνιάδες, οι Νανομουγκάνες, λίγα ζευγάρια Χαλκόκοτες και Χουλιαρομύτες.
Κατά τη χειμωνιάτικη περίοδο, ο Αμβρακικός είναι από τις πιο πλούσιες περιοχές της χώρας σε είδη και πληθυσμούς υδρόβιων πουλιών. Στις τρεις λιμνοθάλασσες του Αμβρακικού (Λογαρού, Τσουκαλιό, Ροδιά) ξεχειμωνιάζει το 20 – 30% του συνολικού πληθυσμού των υδρόβιων πουλιών της Ελλάδας.
Η περιοχή είναι επίσης πλούσια σε αμφίβια και ερπετά.
Ο Αμβρακικός Κόλπος είναι ένα μοναδικό ενιαίο οικοσύστημα, το οποίο αξίζει και πρέπει να προστατευθεί.
Στη συνέχεια, θα κάνουμε μία αναφορά στις περιοχές που ανήκουν στο δίκτυο Natura 2000.
Το Natura 2000 είναι ένα οικολογικό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών, το οποίο δημιουργήθηκε για να εξασφαλίσει τη σωτηρία των πολύτιμων ειδών και ενδιαιτημάτων της Ευρώπης. Συνολικά, υπάρχουν πάνω από 27.300 μέρη σε όλη την Ευρώπη, τα οποία ανήκουν στο συγκεκριμένο δίκτυο και καταλαμβάνουν πάνω από 1.1 εκατομύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα.
Στην Αιτωλοακαρνανία ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις περιοχές Natura 2000, καταλαμβάνουν οι λίμνες Τριχωνίδα και Λυσιμαχία, ή αλλιώς οι «Αδερφές Λίμνες».
Πριν από 15-20 εκατομμύρια χρόνια, προς το τέλος του Πλειστόκαινου, μεταξύ των αιτωλικών και ακαρνανικών βουνών, στην Aιτωλική πεδιάδα, σχηματιζόταν μια μεγάλη λίμνη μέσα στην οποία χυνόταν ο ποταμός Aχελώος για να ξαναβγεί νότια, από τα Στενά της Kλεισούρας.
Στο πέρασμα των αιώνων, έπειτα από καθιζήσεις και γεωλογικές ανακατατάξεις στην περιοχη μεταξύ του Aράκυνθου και των απέναντι ακαρνανικών βουνών, ο Aχελώος στράφηκε προς το μέρος της καθίζησης και πήρε την τωρινή του «στράτα».
H μεγάλη αρχαία λίμνη χωρίστηκε στα τρία στις σημερινές Tριχωνίδα, Λυσιμαχία και Oζερό και η Kλεισούρα μετατράπηκε σε στεγνή κοίτη, με τους ωραίους αξιοπερίεργους βράχους και τις απόκρημνες όχθες της.
Στο ανατολικό τμήμα της λεκάνης των λιμνών δεσπόζει το Παναιτωλικό όρος. Tο χειμώνα οι κορυφές του καλύπτονται με χιόνι.
Tην άνοιξη, νερά αναβλύζουν πλούσια από τα σπλάχνα του, ανατρέφοντας στο διάβα τους παραποτάμια δάση με βαθίσκια πλατάνια, κι αφού σκορπίσουν την ευλογία τους στο τόπο φθάνουν στην Tριχωνίδα κι από εκεί στη Λυσιμαχία. Στη συνέχεια, ο μικρός ποταμός Δίμικος, ο Kύαθος των αρχαίων, οδηγεί το πλεόνασμα των νερών της Λυσιμαχίας, στο μεγάλο ποταμό, τον «αργυροδίνη» Aχελώο.
H Tριχωνίδα πήρε μάλλον το όνομά της από την αρχαία πόλη Tριχώνιο, που βρίσκεται δίπλα της, κοντά στο χωριό της Γαβαλούς.
Kατά την περίοδο των Bυζαντινών χρόνων την ονόμαζαν Λίμνη Kαλυδώνας και αργότερα Λίμνη του Bραχωριού.
H Λυσιμαχία ονομαζόταν επίσης Yρία, Kωνώπη, και Λίμνη του Aγγελόκαστρου, από το όμορφο χωριό που βρίσκεται κοντά της.
Παλαιότερα σε περιόδους πλημμυρών οι δυο τους ενώνονταν και φαίνονταν σαν μια λίμνη, που οι κάτοικοι της περιοχής ονόμαζαν Λίμνη του Aπόκουρου.
O Kωστής Παλαμάς, που έζησε και γαλουχήθηκε στην Aιτωλοακαρνανία, ύμνησε όσο κανείς άλλος τις ομορφιές της. Ύμνησε τη λιμνοθάλασσα του Mεσολογγίου, τον Aχελώο, τον Zυγό, τη Bαράσοβα, τα στενά της Kλεισούρας, αλλά και τις δύο αδελφές λίμνες. Στο ποίημά του «H νιότη» από τη συλλογή Oι καημοί της Λιμνοθάλασσας γράφει:
Ξέρω δυό λίμνες ξωτικές, δυό λίμνες αδερφάδες
με του χωριού, με του νερού, με του χλωρού, τα κάλλη.
Για ονειροπλέχτες έρωτες και για τραγουδιστάδες.
Τη λίμνη τ’ Αγγελόκαστρου του Βραχωριού την άλλη.
Η περιοχή από την οποία συλλέγει τα νερά της η Λίμνη Τριχωνίδα έχει έκταση 215 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Το οικοσύστημα της Λίμνης Τριχωνίδας βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση με τα γειτονικά οικοσυστήματα του κάμπου του Αγρινίου, της Μακρυνείας, του Παναιτωλικού, του Αράκυνθου, των βουνών της Ναυπακτίας και της Λίμνης Λυσιμαχίας.
Κάθε μεταβολή σε ένα από τα γειτονικά οικοσυστήματα ασκεί τις επιδράσεις του και στο οικοσύστημα της λίμνης.
Η παραλίμνια βλάστηση στην Τριχωνίδα αποτελείται από Πλατάνια, Ιτιές, Φράξους, Λεύκες, Λυγαριές, Κυπαρίσσια, Δάφνες και Πικροδάφνες. Στις πλαγιές των παραλίμνιων λόφων η βλάστηση αποτελείται από μεσογειακή μακία, που απαρτίζεται από Σχίνα, Κουμαριές, Ρείκια, Κουτσουπιές, Χαρουπιές, Ασφάκες και Θυμάρι. Στις όχθες της λίμνης κυρίαρχα είδη είναι τα Καλάμια, τα Νεροκάλαμα, τα Ψαθιά. Μέσα στα νερά της λίμνης επιπλέουν τα λευκά όμορφα νούφαρα, που με τα επιπλέοντα άνθη τους, αναδίδουν ευχάριστη οσμή μέχρι τη δύση του ήλιου.
Ανάμεσα στα λιβάδια, στα γύρω δάση, στα φρύγανα, στους ελαιώνες, στους πορτοκαλεώνες, στα υγρολίβαδα, φυτρώνουν σπάνια φυτά, και πλήθος από ορχιδέες. Ανεμώνες με κόκκινα ή λευκά, ή μωβ χρώματα, Ίριδες των Βάλτων, Γλαδιόλες, Κυκλάμινα, Καμπανούλες, Αγριοτριανταφυλλιές.
Η λίμνη της Τριχωνίδας είναι μια από τις πιο σημαντικές της χώρας σε ότι αφορά τα ψάρια του γλυκού νερού, καθώς στα νερά της υπάρχουν είδη ψαριών που είναι ενδημικά της Ελλάδας και της Αιτωλοακαρνανίας.
Παρά τις επεμβάσεις που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, η ευρύτερη περιοχή της Τριχωνίδας και της Λυσιμαχίας έχει ιδιαίτερα μεγάλη ορνιθολογική σημασία, καθώς αποτελεί σημαντικό χώρο διαχείμανσης για μεγάλους πληθυσμούς υδρόβιων πουλιών. Επίσης, είναι σημαντικός σταθμός, κατά τη διάρκεια της αποδημίας, και χώρος φωλιάσματος για σπάνια υδρόβια και αρπακτικά πουλιά.
Στην περιοχή έχουν παρατηρηθεί πάνω από 200 είδη πουλιών. Απ’ αυτά, τα 50 είδη ανήκουν στα απειλούμενα και αυστηρά προστατευόμενα από την κοινοτική και ελληνική νομοθεσία. Μερικά από αυτά είναι ο Πορφυροτσικνιάς, ο Σταχτοτσικνιάς, ο Κρυπτοτσικνιάς, ο Νυχτοκόρακας και η Εγκρέτα. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα μαζεύονται στη λίμνη σημαντικοί αριθμοί παπιών.
Η παρουσία σπάνιων αρπακτικών στη περιοχή των λιμνών και στα γύρω βουνά υποδηλώνει οικοσυστήματα πλούσια σε ζωή και ισορροπημένα. Η ποικιλία των βιοτόπων και η σπανιότητα των πουλιών που ζούν σ’ αυτά τα μέρη, κάνουν τις αδερφές λίμνες μία από τις πιο ενδιαφέρουσες ορνιθολογικά περιοχές της χώρας.
Η Βίδρα (Lutra lutra), ένα από τα πιο σπάνια θηλαστικά της Ευρώπης, βρίσκει ασφαλές καταφύγιο και καλές συνθήκες διατροφής στη λίμνη της Τριχωνίδας.
Άλλοι σημαντικοί υγρότοποι της Αιτωλοακαρνανίας είναι:
Η λίμνη Βουλκαριά (Natura 2000). Λίμνη πολύ σημαντική για τους πλούσιους καλαμιώνες της.
Στο Άκτιο, οι υγρότοποι Κατάφουρκου και οι Λιμνοθάλασσες της Λευκάδας.
Οι λίμνες Οζερός και Αμβρακία. Θεωρούνται πολύτιμα για την περιοχή οικοσυστήματα και βιότοποι ιδιαίτερης σημασίας για την αποδημία από και προς Ευρώπη και Αφρική των πουλιών. Λόγω της γεωγραφικής θέσης και έκτασής τους, προσφέρουν ασφαλές καταφύγιο σε πολλά είδη πουλιών, θηλαστικών, αμφιβίων και ψαριών. Επίσης, οι ίδιοι αυτοί βιότοποι αποτελούν χώρους όπου φύονται πολλά σπάνια φυτά.
Στο δυτικότερο τμήμα της Αιτωλοακαρνανίας, βρίσκονται τα Ακαρνανικά Όρη (Natura 2000) με υψόμετρο 1589 μέτρα. Αποτελούνται από τις κορυφές Περγαντή, Ψηλή Κορφή, Μπούμστο και το παράκτιο Σέρεκα.
Η περιοχή καλύπτεται από μεσογειακή βλάστηση (μακί), φρύγανα, δάση βελανιδιάς και κωνοφόρα όπως το Abies cephalonica, σε μικρή όμως έκταση. Στη περιοχή φωλιάζουν πουλιά όπως τα Όρνια (Gyps fulvus), ο Χρυσαετός (Aquila chrysaetos), ο Πετρίτης (Falco peregrinus), ο Μπούφος (Bubo bubo) και πλήθος μικρών στρουθιομόρφων.
Το Παναιτωλικό (Natura 2000), είναι το τελευταίο βουνό της Ρούμελης πριν τον κάμπο του Αγρινίου. Ορθώνεται ακριβώς πάνω από την Τριχωνίδα και είναι αρκετά δασωμένο με αραιά δάση ελάτων που φθάνουν μέχρι τα 1400 μέτρα, αφήνοντας πάνω στα μεγάλα υψόμετρα μια στενή αλπική ζώνη. Οι απόκρυμνες πλαγιές του σκεπάζονται με έλατα, ενώ οι πιο χαμηλές είναι πνιγμένες στα Κέδρα, τα Πουρνάρια και άλλους θάμνους. Στο δάσος, ζουν πολλά είδη αρπακτικών όπως είναι ο Χρυσαετός, η Ποντικοβαρβακίνα, ο Φιδαετός στα χαμηλά, καθώς και ένα πλήθος από Δρυοκολάπτες και άλλα μικρά στρουθιόμορφα, όπως Κοτσύφια, Τσιροβάκους, κ.ά.
Στα βόρεια της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου βρίσκεται το βουνό Αράκυνθος ή Ζυγός (Natura 2000), με μέγιστο υψόμετρο τα 894 μέτρα. Η περιοχή καλύπτεται από μεσογειακή μακία, φρύγανα, κωνοφόρα, βελανιδιές και αιωνόβιες καστανιές. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει όμως για το εντυπωσιακό φαράγγι της Κλεισούρας. Mέσα στο φαράγγι η βλάστηση αλλά και η χλωρίδα είναι πλούσια. Στα ριζά των βράχων, στις υγρές σχισμάδες και στα σκιερά σημεία κάτω από τη χαμηλή βλάστηση, ανάλογα με τις εποχές φωτρώνουν τα κυκλάμινα, οι ορχιδέες, οι ανεμώνες, οι παπαρούνες, οι ίριδες, οι αγριοτριανταφυλλιές που σκορπίζουν τα χρώματά τους και τις γλυκές μυρωδιές τους μέσα στο φαράγγι. Tην άνοιξη στο φαράγγι υπάρχει μεγάλη συμφωνία χρωμάτων, αλλά αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο είναι οι αποχρώσεις του ροζ, απ’ τους ανθούς της κουτσουπιάς. Σύμφωνα με τον Simpson, στα μισά του 19ου αιώνα στην περιοχή φώλιαζαν σπάνια αρπακτικά όπως ο Γυπαετός και ο Bασιλαετός. Σήμερα υπάρχει στην περιοχή μια σημαντική αποικία από Όρνια (Gyps fulvus). Στις απότομες ορθοπλαγιές του φαραγγιού φωλιάζουν επίσης εκτός από τ’ αρπακτικά και άλλα «γκρεμόφιλα» είδη, όπως κόρακας, το βραχοχελίδονο, η βουνοσταχτάρα, ο βραχοτσοπανάκος, η πετροπέρδικα κ.ά.
Για τη μεγάλη τους οικολογική σημασία, ο Aράκυνθος και τα Στενά της Kλεισούρας ανήκουν στις περιοχές Natura 2000. Eπίσης η περιοχή του φαραγγιού για την μεγάλη αισθητική, φυσική και πολιτιστική του αξία έχει κηρυχθεί επίσης σε φυσικό και πολιτιστικό μνημείο.
Στην ανατολική πλευρά της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου, βρίσκεται ένα από τα ομορφότερα βουνά της Αιτωλίας. Η Βαράσοβα (Natura 2000) ή ο Βαράσοβας. Βρίσκεται στην είσοδο του Κορινθιακού Κόλπου, πάνω ακριβώς από τον όρμο της Καλυδώνας. Είναι ένας μεγάλος πέτρινος όγκος, γυμνός, που φθάνει τα 917μ. ύψος από την επιφάνεια της θάλασσας. Είναι ανεξάρτητος από όλα τα άλλα βουνά της Αιτωλίας. Το αρχαίο όνομα της Βαράσοβας είναι Χαλκίς. Κατά την αρχαιότητα υπήρχε σε αυχένα του βουνού μικρή πόλη με το όνομα Χαλκίς. Η Βαράσοβα θεωρείται το «Άγιο Όρος» της Αιτωλοακαρνανίας, γιατί κατά τη Βυζαντινή περίοδο, δημιουργήθηκαν 72 εκκλησίες, μονές και ασκηταριά. Σήμερα όμως στη περιοχή υπάρχουν μόνο ερείπια από αυτά τα μνημεία.
Είναι περιοχή Natura 2000, και στις απόκρημνες βραχώδεις πλευρές της βρίσκουν καταφύγιο σπάνια πουλιά, όπως όρνια, αητοί, πετρίτηδες, βραχοκιρκίνεζα, ποντικοβαρβακίνες, φιδαετοί, ψαλιδιάρηδες, τσίφτιδες κ.α.
Η περιοχή της Βαράσοβας είναι φημισμένη επίσης για το σπάνιο στενότοπο ενδημικό φυτό της, τη Κενταύρεια του Χελδράιχ (Centaurea heldreichii). Είναι φυτό που ανήκει στη Τάξη Asterales και στην Οικογένεια Compositae.
Στενότοπα ενδημικά, λέγονται τα ενδημικά φυτά που έχουν μικρή επιφάνεια εξάπλωσης και είναι ικανά να επιδέχονται πολύ μικρές περιβαλλοντικές αλλαγές στο χώρο τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα στενότοπου ενδημικού φυτού είναι: η Μικρομέρια της Ακρόπολης (Micromeria acropolitana) που ζει μόνο στο βράχο της Ακρόπολης (350 μ. επί 150μ.).
Η Centaurea heldreichii, που ζει στη Βαράσοβα, καταλαμβάνει μια επιφάνεια που δεν ξεπερνά τα 10 τετραγωνικά χιλιόμετρα.
Το φυτό είναι πολυετής πόα, που φυτρώνει αποκλειστικά στα βράχια σε υψόμετρο από 3μ. έως 650μ. Κυρίως προτιμάει τους ασβεστολιθικούς βράχους, τις σχισμές, τους απόκρημνους βράχους μέχρι πολύ κοντά στη θάλασσα. Ανθίζει το Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο.
Είναι εντομόφιλο και για τη μεταφορά της γύρης της χρησιμοποιεί κυρίως τις μέλισσες.
Το ύψος του φυτού φτάνει τα 30εκ. και τα άνθη του είναι ρόδινα – ιώδη.
Σύμφωνα με την IUCN (International Union Conservation Nature) το φυτό ανήκει στη κατηγορία “Endangered”.
Ο πληθυσμός των φυτών είναι μικρός γι’ αυτό και κινδυνεύει με εξαφάνιση.
Η χλωρίδα στη περιοχή δέχεται κυρίως πιέσεις από τους αναρριχητές αλλά και από τη βόσκηση. Ενώ η πανίδα του βουνού απειλείται από το κυνήγι.
Ένα άλλο είδος προστατευόμενης περιοχής είναι τα Μνημεία της Φύσης και τα Αισθητικά Δάση. Ο θεσμός αυτός καθιερώθηκε στη χώρα μας το 1971. Σαν Μνημεία της Φύσης, ορίζονται δημόσιες ή ιδιωτικές εκτάσεις, που παρουσιάζουν μεγάλη γεωμορφολογική, παλαιοντολογική και ιστορική σημασία. Οι περιοχές αυτές είναι πολύ μικρότερες συνήθως από τους Εθνικούς Δρυμούς. Συνολικά στη χώρα μας υπάρχουν 51 Μνημεία της Φύσης. Στο συγκεκριμένο είδος προστασίας υπάγονται επίσης μεμονωμένα δέντρα, συστάδες δέντρων ή περιοχές με ιδιαίτερη οικολογική σημασία.
Στη βόρεια περιοχή του Δέλτα του Αχελώου διασώζονται μικρά παραποτάμια δάση, υπολείμματα των απέραντων δασών που υπήρχαν κάποτε σ’ αυτά τα μέρη. Το 1859, όταν πέρασε από την περιοχή ο Άγγλος Ορνιθολόγος W.H. Simpson, κατέγραψε στο περιοδικό Ibis 1(2) ¼, ότι στην περιοχή υπήρχαν μεγάλα παραποτάμια δάση, που θύμιζαν ζούγκλα και ο ήλιος δεν μπορούσε να τα διαπεράσει. Τα δάση αυτά σχηματίζονται από Πλατάνια (Platanus orientalis), Καβάκια (Populus nigra), Κλήθρα (Alnus glutinosa) και διάφορους θάμνους, όπως τα Αρμυρίκια και οι Λυγαριές.
Τα παραποτάμια δάση είναι πολυσύνθετες φυτικές ομάδες που υπάρχουν στα ανώτερα επίπεδα των ποταμών, και εξαρτώνται από πολυάριθμους φυσικούς παράγοντες όπως: η ταχύτητα ροής των ποταμών, η διάρκεια στάθμευσης πλημμυρών και η σύσταση του εδάφους. Αυτοί οι παράγοντες εξαρτώνται από τη γεωγραφική θέση του ποταμού, το κλίμα, τη γεωλογία και την εξέλιξη της δημιουργίας της λεκάνης του ποταμού.
Το σπουδαιότερο από τα παραποτάμια δάση που σώζονται σήμερα στη περιοχή, είναι το δάσος του Φράξου, κοντά στο Λεσίνι. Ανακυρήχθηκε Μνημείο της Φύσης το 1985 από το Υπουργείο Γεωργίας. Έχει έκταση 60 εκτάρια περίπου, και σχηματίζεται κυρίως από αιωνόβιους Φράξους του είδους Fraxinus oxycarpa. Yπάρχουν ακόμα εκεί Aσημόλευκες (Polulus alba), Aσημοϊτιές (Salix alba), Φτελιές (Ulmus minor) και Δάφνες (Laurus nobilis).
Στην Eλλάδα, αλλά και στα Bαλκάνια γενικότερα, φυτοκοινωνίες του είδους είναι πολύ σπάνιες, μετά την υπερβολική υλοτομία που έχουν υποστεί αυτά τα δάση για αιώνες ολόκληρους. Tα τεράστια αιωνόβια δένδρα είναι πνιγμένα μέσα στα αναρριχητικά φυτά, όπως η Hedera helix, η Vitis vinifera sylvestris, ο Smilax aspera και ο Tamus communis.
Στο δάσος του Φράξου φωλιάζει ένας σημαντικός αριθμός πουλιών, μεταξύ των οποίων η Kίσσα (Garrulus glandarius), οι Δρυοκολάπτες (Picoides medius και Picoides minor), ο Δενδροτσοπανάκος (Sitta europaea), ο Mυγοχάφτης (Muscicapa striata), η Σακκουλοπαπαδίτσα (Remiz pendulinus), ο Σπίνος (Fringilla coelebs) και ο Xουχουριστής (Strix aluco).
Tο δάσος του Φράξου, είναι ιδιαίτερα πλούσιο σε αμφίβια και ερπετά. Eδώ υπάρχουν ο Δενδροβάτραχος (Hyla arborea) και άλλα είδη βατράχων όπως η Rana ridibunda, η Rana dalmatina, ο Φρύνος (Bufo bufo) και ο Πρασινόφρυνος (Bufo viridis).
Από όλες τις παραπάνω αναφορές μου, φαίνεται η μοναδικότητα της Αιτωλοακαρνανίας. Το φυσικό πάρκο της Ελλάδας. Το φυσικό περιβάλλον της αξίζει να προστατευθεί και η περιοχή να αναπτυχθεί αειφορικά, για το καλύτερο μέλλον των κατοίκων της.