Τέσσερις και μισή το απόγευμα. Μετά από ένα εξουθενωτικό ταξίδι, φτάσαμε επιτέλους στον προορισμό μας. Χρειάστηκαν τρεισήμισι ώρες και τρία διαφορετικά λεωφορεία για να φτάσουμε στο Σίγρι, που ο Αλμπέρ Καμύ ονόμασε «τόπο των θεών». Ο λόγος του ταξιδιού μας, αρχικά, ήταν καθαρά επαγγελματικός. Μία εργασία του πανεπιστημίου έδωσε το έναυσμα σε εμάς να φτάσουμε ως εδώ.
Το Σίγρι βρίσκεται στο δυτικό άκρο της Λέσβου, λουσμένο από το φως και αγκαλιασμένο από το γαλάζιο του Αιγαίου. Απέχει 94 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα του νησιού, τη Μυτιλήνη. Το τοπίο ήταν ειδυλλιακό και θύμιζε παλαιότερες εποχές. Στο ζεστό, ανοιξιάτικο απομεσήμερο τα καλντερίμια του χωριού ήταν έρημα, και μόνο από τη μικρή παραλιακή ταβέρνα ακουγόντουσαν οι συζητήσεις και τα γέλια λίγων τουριστών.
Μετά την τακτοποίησή μας στο δωμάτιο, πρώτος μας σταθμός ήταν το Κάστρο. Πρόκειται για κτίσμα της Οθωμανικής εποχής, και πιο συγκεκριμένα χτίστηκε το 1757. Είναι χτισμένο στο νότιο άκρο του χωριού. Η κεντρική πύλη βρίσκεται στα βόρεια, ενώ οδηγείσαι μπροστά της μέσα από ένα στενό και μικρό δρομάκι. Το Κάστρο δεσπόζει των άγριων κυμάτων, που σκάνε στα απόκρημνα βράχια κάτω από αυτό. Την ώρα της επίσκεψής μας, ο δυνατός αέρας που επικρατούσε εκείνες τις ημέρες, θρόιζε τα αγριόχορτα που φύτρωναν στα τείχη. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του κτίσματος είναι το αραβικό τόξο που σκεπάζει την κεντρική πύλη του.
Στη συνέχεια της πρώτης μας περιήγησης στο χωριό, τραβήξαμε προς το μικρό λιμάνι της περιοχής. Αποτελείται από δύο μέρη, ένα μικρό χώρο όπου δένουν οι μικρές ψαρόβαρκες και τα ψαροκάικα των κατοίκων, και το σύγχρονο λιμάνι.
Το πρώτο πράγμα που μας εντυπωσίασε στο επιβλητικό τοπίο του Αιγαίου ήταν η Νησιώπη, ένα μικρό νησί ακριβώς απέναντι από το χωριό. Η Νησιώπη είναι ακατοίκητη, ενώ πάνω της υπάρχουν απολιθώματα κορμών, που προέρχονται από το μεγάλο τροπικό δάσος που υπήρχε στην ευρύτερη περιοχή κατά την περίοδο του Μειόκαινου, δηλαδή πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια. Λόγω της τοποθεσίας της, προστατεύει τον κόλπο του Σιγρίου από τους δυτικούς και βόρειους ανέμους. Γι’αυτό το λόγο και το Σίγρι πήρε το όνομά του κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, από την ιταλική λέξη siguro, που σημαίνει ασφαλές.
Ο περίπατός μας όμως δεν σταματάει εκεί. Εκείνη την ώρα, νιώσαμε την ανάγκη για λίγη χαλάρωση, οπότε περπατήσαμε ως το κεντρικό καφενείο του χωριού. Μας έκανε εντύπωση το γεγονός ότι το χωριό αποτελούνταν όλο κι όλο από τρία-τέσσερα καφενεία και εστιατόρια, μερικά σπίτια με ενοικιαζόμενα δωμάτια και δύο παντοπωλεία, εκ των οποίων το ένα εκτελούσε χρέη ταχυδρομείου (ΕΛΤΑ). Σύμφωνα με τα όσα μας ανέφεραν οι κάτοικοι του χωριού, για την εξυπηρέτησή τους πρέπει να πηγαίνουν στο κοντινότερο χωριό, την Άντισσα, που απέχει περίπου 17 χιλιόμετρα, ακόμη και για βασικές ανάγκες όπως το φαρμακείο και ο αγροτικός γιατρός.
Στο καφενείο, μας εντυπωσίασε η καλή οργάνωση και η ζεστασιά του χώρου. Ο ιδιοκτήτης μας υποδέχτηκε με χαμόγελο και καλή διάθεση. Αφού του εξηγήσαμε τους λόγους της επίσκεψής μας στο Σίγρι, άρχισε αμέσως να μας βοηθάει, δείχνοντάς μας άτομα, στα οποία θα μπορούσαμε να απευθυνθούμε για πληροφορίες. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι απώτερος σκοπός της επίσκεψής μας, ήταν η επικοινωνία μας με τους κατοίκους, ώστε να γίνει με μεγαλύτερη ακρίβεια η εκπόνηση της εργασίας μας.
Οι κάτοικοι, φιλόξενοι και ομιλητικοί καθώς ήταν, δε δίστασαν να μοιραστούν μαζί μας τις ανησυχίες τους για την κατάσταση του χωριού. Μας ανέφεραν το πόσο έχει αποκοπεί το χωριό από το υπόλοιπο νησί λόγω της κακής σύνδεσης, και μας εξέφρασαν τις ελπίδες τους για την κατασκευή λιμανιού (κάτι το οποίο συζητείται έντονα τον τελευταίο καιρό στην περιφέρεια Βορείου Αιγαίου), το οποίο θα είναι παράγοντας κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης για αυτούς.
Την άλλη μέρα κατευθυνθήκαμε προς το μουσείο του απολιθωμένου δάσους. Το μουσείο είναι ένα σύγχρονο κτίριο, το οποίο ιδρύθηκε το 1994 από το Υπουργείο Πολιτισμού, ενώ εκτελεί και χρέη φορέα διαχείρισης του γεωπάρκου του απολιθωμένου δάσους. Στο εσωτερικό του περιηγηθήκαμε στις διάφορες γεωλογικές περιόδους και παρακολουθήσαμε τα στάδια της γεωλογικής εξέλιξης της περιοχής. Αξιοπρόσεκτο, αλλά υπέροχο υπήρξε το γεγονός ότι, ο υπάλληλος του μουσείου που μας ξενάγησε στο χώρο, ήταν ταυτόχρονα και ο ιερέας του χωριού. Ακριβώς δίπλα από το μουσείο υπάρχει το απολιθωμένο δάσος Σιγρίου, ενώ σε απόσταση 12 χιλιομέτρων υπάρχει η κύρια περιοχή του πάρκου.
Στο τέλος της διαδρομής μας στο Σίγρι, σταματήσαμε σε ένα μικρό αλλά συμπαθητικό καφέ, το οποίο συγκέντρωνε το νεαρής ηλικίας κόσμο της περιοχής. Ο ιδιοκτήτης εκεί υπήρξε πολύ φιλικός και εξυπηρετικός, κάνοντάς μας να νιώσουμε αμέσως άνετα, ειδικά εκείνες τις ώρες πριν από την αποχώρησή μας.
Δεν μπορούμε παρά να δείξουμε τον θαυμασμό μας γι’αυτό το τόσο όμορφο μέρος με την ιδιαίτερη φιλοξενία, και να κλείσουμε με τα λόγια του μεγάλου Γάλλου συγγραφέα Αλμπέρ Καμύ: «(…)Αργότερα, όταν αράξαμε στο Σίγρι, μαγεύτηκα από τη γραφική λιτότητα του τοπίου, τους απλούς ανθρώπους, το απολιθωμένο δάσος και το μύθο για κείνο το άλλο, που λένε πως βρίσκεται στον βυθό. Εδώ θέλω να’ρθω να ζήσω και να εργαστώ. Είναι ο τόπος των θεών».
Βιβλιογραφία: Λητώ Κατακουζήνού, Συντροφιά με τον Αλμπέρ Καμύ, Ερμείας, 2005.